Στην πραγματικότητα, η ανακολουθία μεταξύ πληθωρισμού και ακρίβειας είναι συνέπεια της συστηματικής απορρύθμισης των αγορών που ξεκίνησε δειλά τη δεκαετία του 1970 και στο όνομα της παγκοσμιοποίησης κορυφώθηκε την πρώτη δεκαετία της νέας χιλιετίας. Πλέον, το πολιτικό σύστημα έχει παραιτηθεί οικειοθελώς από τα όπλα που διέθετε για να αντιμετωπίσει τη βουλιμική διάθεση των πολυεθνικών, των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και των «επενδυτών» και το μοναδικό όπλο που έχει απομείνει στο οπλοστάσιό του είναι τα επιτόκια, τα οποία όμως μεσοπρόθεσμα στρέφονται υπέρ των «πολιορκητών» και σε βάρος των «πολιορκημένων». Υπό το πρίσμα αυτό, η τωρινή κρίση της ακρίβειας δεν μοιάζει με καμία.
Γιάννης Σιώτος*
Είναι αλήθεια ότι ο παγκόσμιος πληθωρισμός της δεκαετίας του 2020 δεν ανταγωνίζεται ακόμα τις χειρότερες πληθωριστικές κρίσεις των τελευταίων δεκαετιών αλλά τα χαρακτηριστικά του τον κάνουν να μη μοιάζει με κανένα προηγούμενο.Στη δεκαετία του 1970, οι ετήσιες αυξήσεις τιμών στις Ηνωμένες Πολιτείες παρέμειναν πάνω από το 6% για δέκα χρόνια, φτάνοντας το 14% το 1980. Ο πληθωρισμός στην Ιαπωνία και στο Ηνωμένο Βασίλειο κορυφώθηκε σε πάνω από 20%. Στις αρχές της δεκαετίας, ο πρόεδρος της Fed εκείνης της εποχής, Arthur Burns, διεύρυνε την προσφορά χρήματος σε κάτι που πολλοί θεώρησαν ως μια προσπάθεια να βοηθήσει τον πρόεδρο Ρίτσαρντ Νίξον να επανεκλεγεί.
Στη συνέχεια, το 1978, τον Burns διαδέχθηκε ο G. William Miller, ο οποίος ήταν τόσο επικεντρωμένος στο να τυπώνει χρήμα για να διατηρήσει τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια χαμηλά, που δεν κατάλαβε ότι οι προσδοκίες για αύξηση του πληθωρισμού ανέβαζαν τα μακροπρόθεσμα επιτόκια, καθώς οι δανειστές απαιτούσαν υψηλότερες πληρωμές για να συμβαδίσουν με τον πληθωρισμό. Επί Miller, ο πληθωρισμός στις Ηνωμένες Πολιτείες αυξήθηκε σε διψήφιο ποσοστό, ενώ οι επιχειρήσεις, τα συνδικάτα και οι εργαζόμενοι ξεκινούσαν τις συζητήσεις τους σχετικά με τους μισθούς και τις τιμές με βάση την υπόθεση ότι ο πληθωρισμός θα είναι από 5% έως 7% ετησίως.
Τον Αύγουστο του 1979, ο Volcker έγινε πρόεδρος της Federal Reserve και σχεδόν διπλασίασε τα επιτόκια –έως και στο 20%– για να προσπαθήσει να τιθασεύσει τον επίμονο πληθωρισμό. Στην πραγματικότητα, σχεδίασε μια νέα προσέγγιση για τις πολιτικές της Fed, που προσπαθούσαν ξεκάθαρα να επιβραδύνουν τη διεύρυνση της προσφοράς χρήματος και όχι την αύξηση των επιτοκίων άμεσα (που είναι η συνήθης μέθοδος μιας κεντρικής τράπεζας). Το σύστημά του να στοχεύσει στην προσφορά χρήματος ήταν έμμεσο και αύξησε τα επιτόκια περισσότερο από οτιδήποτε είχε προβλέψει ποτέ η Fed. Η οικονομία των ΗΠΑ έπεσε σε ύφεση, με την ανεργία να κορυφώνεται στο 10,8%, τον Νοέμβριο του 1982.
Ο Βόλκερ επέμεινε μέχρι που νίκησε τον πληθωρισμό. Μόλις η μάχη κερδήθηκε, άρχισε να μειώνει τα επιτόκια και να καθιστά ευκολότερο τον δανεισμό, ώστε να επιστρέψουν τα πράγματα στη φυσιολογική τους ροή. Η ανεργία μειώθηκε ραγδαία και οι συντηρητικοί οικονομολόγοι –συμπεριλαμβανομένου του Milton Friedman, ενός βασικού επικριτή του Volcker καθ’ όλη τη δεκαετία του 1970 και του 1980– προειδοποίησαν για την επικείμενη επιστροφή του πληθωρισμού. Αλλά ο Βόλκερ εξήγησε ότι οι χειρότερες αποτυχίες της Fed είχαν προκληθεί από το ότι περίμενε για πολύ καιρό μέχρι να εφαρμόσει αυστηρότερη νομισματική πολιτική στη διάρκεια της οικονομικής επέκτασης και όχι από το να εφαρμόσει μια πιο χαλαρή νομισματική πολιτική κατά τη διάρκεια των υφέσεων.
Αλλά ο επίπονος, παρατεταμένος αγώνας του Volcker ενάντια στον διψήφιο πληθωρισμό δεν ήταν ασυνήθιστος. Στην πραγματικότητα, ήταν μέρος ενός ευρύτερου, επαναλαμβανόμενου φαινομένου, καθώς τα έθνη σε όλο τον αναπτυσσόμενο κόσμο αγωνίζονταν να μειώσουν τον πληθωρισμό και να εφαρμόσουν άλλες οικονομικές μεταρρυθμίσεις, για να αντιμετωπίσουν τη λεγόμενη κρίση χρέους του Τρίτου Κόσμου.
Αυτή η κρίση που ξεκίνησε το 1982 είχε το Μεξικό και περισσότερες από δώδεκα άλλες χώρες να δηλώνουν ότι δεν είχαν πλέον την οικονομική δυνατότητα να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους. Για να δαμάσουν τον πληθωρισμό και να επαναφέρουν τις οικονομίες τους σε τροχιά, αναγκάστηκαν να αυξήσουν τα επιτόκια, να μειώσουν τα δημοσιονομικά τους ελλείμματα και να εφαρμόσουν ορισμένες μεταρρυθμίσεις που πρότεινε ο τότε υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Τζέιμς Μπέικερ στις συνεδριάσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας το 1985. Η Αργεντινή, για παράδειγμα, αντιμετώπισε επαναλαμβανόμενες περιόδους τριψήφιου πληθωρισμού από τη δεκαετία του 1970 έως την δεκαετία του 1990 και αντιμετωπίζει σήμερα και πάλι υψηλό πληθωρισμό.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 περισσότερες από 40 χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος είχαν ρυθμούς πληθωρισμού άνω του 40%, με ορισμένες να αγγίζουν το 1.000% ή και περισσότερο.
Η δεκαετία του 2020 διαμορφώνεται ως η πιο δύσκολη εποχή για τις κεντρικές τράπεζες μετά τη δεκαετία του 1970, όταν η παγκόσμια οικονομία αντιμετώπιζε τόσο το αραβικό εμπάργκο πετρελαίου όσο και την κατάρρευση του μεταπολεμικού συστήματος σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών του Μπρέτον Γουντς. Σήμερα, μεγάλης κλίμακας παγκόσμιες κρίσεις, όπως ο πόλεμος, η πανδημία και η ξηρασία, φαίνεται να έρχονται η μια μετά την άλλη ή ακόμα και ταυτόχρονα. Εν τω μεταξύ, οι δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης, που για μεγάλο μέρος των τελευταίων 20 ετών συνέβαλαν στη διατήρηση της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης, έχουν αναθεωρήσει τη στρατηγική τους τόσο για εσωτερικούς όσο και για γεωπολιτικούς λόγους. Για παράδειγμα, η Κίνα που ήταν η ατμομηχανή της παγκοσμιοποίησης γηράσκει γρήγορα, ενώ έχει να αντιμετωπίσει την κλιμακούμενη αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ.
Ωστόσο, το να αποδίδεις την ευθύνη για τον πληθωρισμό κυρίως στον πόλεμο του Πούτιν στην Ουκρανία, στις επιλογές του Κινέζου προέδρου Σι Τζινπίνγκ και στις καταστροφές της εφοδιαστικής αλυσίδας μετά την πανδημία, είναι λάθος. Οι τιμές αυξάνονταν ήδη στις Ηνωμένες Πολιτείες το 2021, πολύ πριν από τη ρωσική εισβολή, καθώς οι έντονες αυξήσεις τιμών σημειώθηκαν στα ενοίκια, τα οχήματα, τα ρούχα και την αναψυχή.
Στην πραγματικότητα, η ανακολουθία μεταξύ πληθωρισμού και ακρίβειας είναι συνέπεια της συστηματικής απορρύθμισης των αγορών που ξεκίνησε δειλά τη δεκαετία του 1970 και στο όνομα της παγκοσμιοποίησης κορυφώθηκε την πρώτη δεκαετία της νέας χιλιετίας. Πλέον, το πολιτικό σύστημα έχει παραιτηθεί οικειοθελώς από τα όπλα που διέθετε για να αντιμετωπίσει τη βουλιμική διάθεση των πολυεθνικών, των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και των «επενδυτών» και το μοναδικό όπλο που έχει απομείνει στο οπλοστάσιό του είναι τα επιτόκια, τα οποία όμως μεσοπρόθεσμα στρέφονται υπέρ των «πολιορκητών» και σε βάρος των «πολιορκημένων». Υπό το πρίσμα αυτό, η τωρινή κρίση της ακρίβειας δεν μοιάζει με καμία.
*Δημοσιογράφος, συγγραφέας
.efsyn.gr








