Σύμφωνα με τα πρόσφατα αποτελέσματα των πανελλαδικών εξετάσεων, στην Εισαγωγική Κατεύθυνση Μουσουλμανικών Σπουδών του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ εισάγονται μόνο δύο φοιτητές/φοιτήτριες. Παράλληλα, κρατά σταθερά υψηλότερη βάση εισαγωγής από τα Τμήματα Θεολογίας, των οποίων ο αριθμός εισακτέων έχει επίσης πληγεί ακαριαία κατά την τελευταία τριετία. Το γεγονός είναι αποτέλεσμα της εφαρμογής της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής (ΕΒΕ) που νομοθετήθηκε από την κυβέρνηση για να μειώσει τους φοιτητές στα Πανεπιστήμια και για να ενισχύσει την πελατεία των ιδιωτικών κολεγίων και αυριανών ιδιωτικών «πανεπιστημίων» καθώς και των ΙΕΚ, προσφέροντας μια χαμηλής ειδίκευσης επαγγελματική αποκατάσταση. Στα τέσσερα χρόνια εφαρμογής της ΕΒΕ υπήρξαν ακόμα και Τμήματα Αρχιτεκτονικής που έμειναν με μονοψήφιο αριθμό νεοεισερχόμενων φοιτητών/ φοιτητριών.
Το ζήτημα όμως του μικρού αριθμού νεοεισερχόμενων στην Εισαγωγική Κατεύθυνση Μουσουλμανικών Σπουδών χρήζει ειδικής προσοχής. Η αποδυνάμωση του φοιτητικού του πληθυσμού ενέχει τον κίνδυνο απαξίωσής του. Θυμίζουμε ότι η ίδρυση της εν λόγω κατεύθυνσης είχε βρει σθεναρή δημόσια αντίδραση από εθνικιστικές οργανώσεις και ορισμένους παραεκκλησιαστικούς κύκλους. Ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης είχε τότε εκφράσει την αντίρρησή του ως προς την ίδρυση της Κατεύθυνσης στο ΑΠΘ, ενώ οι τέσσερις μητροπολίτες της Θράκης είχαν στηρίξει δημοσίως τη λειτουργία της. Διαβάσαμε τότε επιχειρήματα όπως ότι «εάν τελικά αυτό συμβή, μέσα σε δυο χρόνια οι Τούρκοι θα υπερηφανεύονται ότι επεκτείνονται από τον Εβρο μέχρι την Θεσσαλονίκη».
Οι «Τούρκοι» δεν επεκτάθηκαν στη Θεσσαλονίκη. Ομως, η Εισαγωγική Κατεύθυνση Μουσουλμανικών Σπουδών ενίσχυσε την εξωστρέφεια του ΑΠΘ, προσέλκυσε παγκοσμίου φήμης ερευνητές στις ακαδημαϊκές της εκδηλώσεις και κυρίως έφερε κοντά μουσουλμάνους, χριστιανούς και κοσμικούς, υποδεικνύοντας τον δρόμο προς μια θεολογία της ετερότητας βιωματική και διαλεγόμενη, ενταγμένη στην ακαδημαϊκή κοινότητα και στην κοινωνία. Επιπροσθέτως, δημιούργησε στέρεες βάσεις για την εκμάθηση της αραβικής και της περσικής γλώσσας και την επικοινωνία με την καθ’ ημάς Ανατολή.
Επιβάλλεται, λοιπόν, όχι μόνο η διατήρηση αλλά και η περαιτέρω ενίσχυση της Εισαγωγικής Κατεύθυνσης Μουσουλμανικών Σπουδών του ΑΠΘ με ανθρώπινους και υλικούς πόρους. Στην Ελλάδα ζουν γηγενείς μουσουλμανικοί πληθυσμοί στη Θράκη και στα Δωδεκάνησα, καθώς και μουσουλμάνοι πρόσφυγες σε όλη την επικράτεια. Αν δεν παρέχουν τα ελληνικά Πανεπιστήμια την απαραίτητη θεολογική παιδεία, το κενό θα καλυφθεί από αλλού. Επιπλέον, στη Μέση Ανατολή και στα Βαλκάνια βρίσκονται σημαντικές εστίες μουσουλμανικών και χριστιανικών πληθυσμών και αναπτύσσονται δυναμικές, ενίοτε ανταγωνιστικές, ανάμεσα σε διαφορετικές μουσουλμανικές θρησκευτικές παραδόσεις. Αν δεν παρέχουν τα ελληνικά Πανεπιστήμια την απαραίτητη επιστημονική γνώση για το τι συμβαίνει στις κοινωνίες της «γειτονιάς» μας, ελλοχεύει ο κίνδυνος της αμάθειας και των στερεοτύπων.
Τα παραπάνω ζητήματα έχουν επισημανθεί εδώ και περίπου έναν αιώνα. Κομβικό στοιχείο της εκπαιδευτικής πολιτικής του Ελευθέριου Βενιζέλου ήταν η ανάπτυξη της μελέτης του ισλαμικού, του εβραϊκού και του βαλκανικού συγκείμενου στο ελληνικό Πανεπιστήμιο. Στο πλαίσιο της ιδρυτικής πρότασης του Πανεπιστημίου Σμύρνης το 1919 προβλεπόταν η λειτουργία Ανώτερου Μουσουλμανικού Ιεροδιδασκαλείου. Επιπλέον, η ίδρυση του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης λίγα χρόνια αργότερα συνδεόταν, ανάμεσα σε άλλα, και με την ακαδημαϊκή αποκατάσταση της θρησκείας, του πολιτισμού και των γλωσσών όσων στον Μεσοπόλεμο ονομάζονταν «αλλόγλωσσοι, αλλόθρησκοι, αλλοεθνείς, αλλογενείς», με έμφαση στο εβραϊκό στοιχείο.
Η Μικρασιατική Καταστροφή ακύρωσε τη λειτουργία του Πανεπιστημίου Σμύρνης. Οι τρικυμίες του Μεσοπολέμου και τα όσα ακολούθησαν εμπόδισαν την ακαδημαϊκή αποκατάσταση των εβραϊκών σπουδών στα ελληνικά Πανεπιστήμια. Η επισήμανση των δεδομένων της θεσμικής μνήμης δεν υπονοεί παραλληλισμούς ανάμεσα στον Μεσοπόλεμο και το σήμερα. Ο μόνος χρήσιμος παραλληλισμός που μπορεί να γίνει αφορά το όφελος που έχουμε ως κράτος και ως κοινωνία από τη χωρίς φόβο και πάθος μελέτη της θρησκευτικής, γλωσσικής και κάθε άλλης ετερότητας.
H Εισαγωγική Κατεύθυνση Μουσουλμανικών Σπουδών στο ΑΠΘ συνιστά μια κρίσιμη παρακαταθήκη σε αυτήν την προσπάθεια παραγωγής γνώσης, διαλόγου και ειρηνικής συμβίωσης.
* Αν. καθηγητής, Τμήμα Ιστορίας – Αρχαιολογίας ΑΠΘ
.efsyn.gr