Η κυβέρνηση που προέκυψε από τις εκλογές του περασμένου Ιουλίου άνοιξε εξ αρχής τα χαρτιά της όσον αφορά μια σειρά από θέσεις και επιλογές στον τομέα της ποινικής δικαιοσύνης και καταστολής. Στις προγραμματικές δηλώσεις της, ο υπουργός Δικαιοσύνης Γιώργος Φλωρίδης1 τοποθετήθηκε ως εξής:
Στη συζήτηση για το δικαίωμα του κατηγορουμένου σε μια δίκαιη δίκη και σε μια σύννομη μεταχείριση στην προανακριτική και την ανακριτική διαδικασία παραλείπεται η «ανάγκη της επιβολής και δίκαιων ποινών, οι οποίες όμως πρέπει και να εκτελούνται […] [Η] συνταγματική προστασία των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων, οδήγησε, σε μεγάλο βαθμό, στην ατιμωρησία τους». Για μια σειρά από αδικήματα χαμηλής εγκληματικότητας «που καθιστούν αφόρητη τη ζωή των συμπολιτών μας που τα υφίστανται, η ποινική κύρωση είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη. Δεν χρειάζεται καν ο κατηγορούμενος να πάει στο Δικαστήριο, το οποίο είναι σχεδόν υποχρεωμένο από τον υφιστάμενο Ποινικό Κώδικα, να βάλει μια ποινή και στη συνέχεια να την αναστείλει.
Νίκος Κουλούρης
Αυτή η κατάσταση πρέπει να πάρει τέλος. Οι ποινές, θα δούμε από ποιο όριο, πρέπει να εκτελούνται υποχρεωτικά. Τουλάχιστον κατά ένα μέρος. Προφανώς θα επαναφέρουμε και την χρηματική μετατροπή κάποιων ποινών ή τμήματος αυτών, αλλά το Ποινικό Δίκαιο, εκτός από τον τιμωρητικό του χαρακτήρα, πρέπει να ενισχύσει τον προληπτικό και τον αποτρεπτικό του χαρακτήρα. Όλοι όσοι σκέφτονται να παρανομήσουν, πρέπει να γνωρίζουν ότι το ενδεχόμενο να οδηγηθούν στη φυλακή, θα είναι πολύ σοβαρό. Είμαστε επίσης, αντίθετοι, με την ξεχωριστή ποινική μεταχείριση διαφόρων ατόμων και κοινωνικών ομάδων. Οι ποινικές διατάξεις ισχύουν για όλους και οι ποινές διαφοροποιούνται, ανάλογα με τη βαρύτητα της πράξης. Αλλά, επαναλαμβάνω, οι ποινές θα εκτελούνται».
Ακολούθησαν διάφορα δημοσιεύματα, με δηλώσεις και συνεντεύξεις, με τις οποίες διαχέονταν πληροφορίες για τις επικείμενες αλλαγές της βασικής ποινικής νομοθεσίας (Ποινικού Κώδικα και Κώδικα Ποινικής Δικονομίας) και άλλων νομοθετημάτων στην κατεύθυνση που “έδειξαν” οι προγραμματικές δηλώσεις. Τα δημοσιεύματα αυτά προκάλεσαν μεταξύ άλλων, την αντίδραση της Συντονιστικής Επιτροπής της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων2, με την έκφραση της έντονης αντίθεσής της στις φερόμενες ως προτάσεις του υπουργείου Δικαιοσύνης για την ποινική δίκη, οι οποίες, όπως αναφέρει η σχετική ανακοίνωση, «διέρρευσαν κατά πλήρη αιφνιδιασμό του δικηγορικού σώματος». Όπως διαβάζουμε στη σχετική ανακοίνωση «αντί να εστιαστεί η προσοχή στις πραγματικές αιτίες που προκαλούν τις καθυστερήσεις στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης […], γίνεται προσπάθεια για άλλη μία φορά μετακύλισης της ευθύνης αποκλειστικά στους δικηγόρους με τη γνωστή λαϊκιστική ρητορική και με ταυτόχρονη αποφλοίωση ουσιαστικών δικαιωμάτων των πολιτών και της αποτελεσματικής εκπροσώπησης και υπεράσπισής τους και αυστηροποίησης των ποινών ως αποκλειστική μέθοδο αντεγκληματικής πολιτικής και για επικοινωνιακούς λόγους”.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης σε συνέντευξη που παραχώρησε για την εφημερίδα “Το Βήμα Της Κυριακής”3, αναφερόμενος στις αλλαγές που πρόκειται να γίνουν στο ποινικό σύστημα δήλωσε ότι αυτές “είναι στοχευμένες για την ενδυνάμωση του Κράτους Δικαίου, για ποινές οι οποίες θα είναι αναλογικές και θα εκτίονται, όπου αυτό επιβάλλεται. Το έντονο αίσθημα ατιμωρησίας που έχει επικρατήσει στην ελληνική κοινωνία, πρέπει σταδιακά να εκλείψει. Οι ποινές θα πρέπει να εκτίονται συνδυαστικά ή εναλλακτικά με τρόπους χρηματικής μετατροπής της ή με παροχή κοινωφελούς εργασίας. Σε ό,τι αφορά σε σοβαρά εγκλήματα με μεγάλες κοινωνικές προεκτάσεις, όπως η πρόκληση δασικής πυρκαγιάς ή η αντιμετώπιση της οικογενειακής βίας, η πρόβλεψη των ποινικών κυρώσεων θα είναι αρκούντως αντίστοιχη των σημαντικών επιπτώσεων που επιφέρουν στην ζωή των πολιτών ή της ζωτικής προτεραιότητας προστασίας θεσμών όπως η οικογένεια”.
Περισσότερο συγκεκριμένη είναι η συνέντευξη του υφυπουργού Δικαιοσύνης Ιωάννη Μπούγα για την εφημερίδα “Political”4, ο οποίος εξηγεί ότι “οι ποινές, όπως προβλέπονται σήμερα στη νομοθεσία μας, κρίνονται ήδη αρκούντως αυστηρές”. Ωστόσο, αυτό φαίνεται ότι δεν αρκεί: ¨[…] επιχειρείται πλέον η αυστηροποίηση των προϋποθέσεων αναστολής της επιβαλλόμενης ποινής. Οι ποινές μάλιστα θα εκτίονται και στις περιπτώσεις της λεγόμενης «μικρής και μεσαίας εγκληματικότητας», δηλαδή και επί πλημμελημάτων”. Ως προς τις ποινές φυλάκισης άνω του ενός έτους και μέχρι δύο έτη, θα υπάρχει η δυνατότητα επιβολής εναλλακτικής ποινής, δηλαδή είτε παροχή κοινωφελούς εργασίας είτε μετατροπή σε χρηματική ποινή, ωστόσο για ποινές μεγαλύτερες των δύο ετών, θα εφαρμόζεται η πραγματική έκτιση της ποινής σε σωφρονιστικό κατάστημα, είτε στο σύνολό τους είτε κατά ένα μέρος. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, επιχειρείται να εμπεδωθεί στη συνείδηση των πολιτών τόσο ο προληπτικός όσο και ο σωφρονιστικός χαρακτήρας της ποινής, και να λειτουργήσει αποτελεσματικότερα η ποινική διαδικασία”.
Επανερχόμενος ο υφυπουργός, αναφέρεται με αποκαλυπτικό τρόπο στο ίδιο πλαίσιο, σε άρθρο του στο «Πρώτο Θέμα»5. Εκεί καταθέτει και προσωπικές απόψεις για την “αποτελεσματική οργάνωση της αντεγκληματικής πολιτικής σε κατασταλτικό επίπεδο”, εστιάζοντας στην “τιμωρία του δράστη που θα κριθεί ένοχος, καθώς και την επιβολή ανάλογης ποινής, η οποία δεν πρέπει να απέχει μεγάλο χρονικό διάστημα από το έγκλημα, ώστε να αμβλύνεται η μνήμη που τη συνδέει με αυτό και το κοινωνικό αίτημα για τιμωρία του”.
Ακόμη πιο αποκαλυπτική όσον αφορά τις προωθούμενες ρυθμίσεις είναι η Γενική Γραμματέας Αντεγκληματικής Πολιτικής Δήμητρα Λυγούρα, αρμόδια για τα “σωφρονιστικά καταστήματα” της χώρας (τα οποία από τον Ιούλιο του 2019 έχουν υπαχθεί στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, κατατάσσοντας την Ελλάδα στις εξαιρέσεις του κανόνα που έχει αποτυπωθεί στους κανόνες-πρότυπα του Συμβουλίου της Ευρώπης και σύμφωνα με τον οποίο η εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων και η έκτιση των ποινών είναι θέμα της δικαιοσύνης και όχι της αστυνομίας). Σε έγγραφό της προς τον Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Δικαιοσύνης Πάνο Αλεξανδρή6 αναφέρει:
«΄Οπως μας έγινε γνωστό στην από 28 Αυγούστου 2023 διμερή συνάντησή μας, έχει δρομολογηθεί και πρόκειται να τεθεί σε διαβούλευση μια σειρά νέων διατάξεων οι οποίες εμπεριέχουν τροποποιήσεις του ισχύοντος Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Οι προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις επηρεάζουν ζητήματα που άπτονται των αρμοδιοτήτων της Γενικής Γραμματείας Αντεγκληματικής Πολιτικής και κατά συνέπεια του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, ενδεικτικά: η οριζόντια αύξηση των ανώτατων ορίων φυλάκισης και κάθειρξης και των συνολικών ποινών, η δυνατότητα μετατροπής της ποινής φυλάκισης μέχρι δύο (2) ετών σε χρήμα, η δυνατότητα αναστολής εκτέλεσης ποινής που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος, η δυνατότητα μετατροπής της ποινής φυλάκισης μέχρι δύο (2) ετών σε κοινωφελή εργασία, η κατάργηση των Δικαστικών Συμβουλίων κ.λπ.”. Συνεχίζοντας, προσθέτει ότι “μέρος των ανωτέρω προωθούμενων αλλαγών, […] ενδεχομένως θα δυσχέραινε το έργο αποσυμφόρησης των Σωφρονιστικών Καταστημάτων της χώρας, με το οποίο -μεταξύ άλλων- έχει επιφορτισθεί η Γενική Γραμματεία Αντεγκληματικής Πολιτικής, και να επιφέρει αντίθετα αποτελέσματα”.
Στην ίδια επιστολή η Γενική Γραμματέας Αντεγκληματικής Πολιτικής ζητεί από το υπουργείο Δικαιοσύνης το κείμενο του νομοσχεδίου και διάφορα στοιχεία, με σκοπό να υπολογισθεί σε ετήσια βάση η αναμενόμενη αύξηση των νέων κρατουμένων στα Σωφρονιστικά Καταστήματα, μετά την αλλαγή των διατάξεων για αναστολή εκτέλεσης της ποινής, σε συνδυασμό με τις αντίστοιχες περί μετατροπής των σε χρήμα» και προκειμένου να μπορεί να διαμορφώσει ιδία γνώμη για ζητήματα αρμοδιότητάς της.
Τα ανωτέρω έχουν απασχολήσει τον δημόσιο λόγο όχι μόνο με την αναπαραγωγή και προβολή τους από fora που υποστηρίζουν τις κυβερνητικές επιλογές, αλλά και με μια κριτική διάθεση και προσέγγιση που διαβλέπει σε αυτά ποινικό λαϊκισμό, ταύτιση της σοβαρής εγκληματικότητας με τα εγκλήματα μέσης και μικρής απαξίας, εμμονή στην ποινική πολιτική ως μόνη αντεγκληματική πολιτική και μάλιστα με όλο και περισσότερη αυστηρότητα, συρρίκνωση των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων και καταδικαζόμενων κ.λπ.
Στις εύλογες αυτές αιτιάσεις μπορούμε να καταθέσουμε προβληματισμούς που αφορούν τη συνεχή ενίσχυση της φυλακής με επιλογές που θα οδηγήσουν σε αύξηση του πληθυσμού των κρατουμένων, την αντίστοιχη συρρίκνωση των ποινικών μέτρων και κυρώσεων που υπό ορισμένες προϋποθέσεις θα μπορούσαν να αποτρέψουν ή να περιορίσουν αυτήν την αύξηση, την απομάκρυνση της ποινολογικής πολιτικής από τις αρχές της μετριοπάθειας και της προσφυγής στη στέρηση της ελευθερίας ως έσχατη επιλογή με μέτρα που τις ανατρέπουν, σε ένα πλαίσιο όπου τα άμεσα εμπλεκόμενα Υπουργεία δυσκολεύονται να επικοινωνήσουν και να συνεννοηθούν. Γενικά, διαφαίνεται μια τάση περιφρόνησης ή αδιαφορίας για τις υποδείξεις πολιτικής που αφορούν το σύστημα των ποινικών κυρώσεων και μέτρων και έχουν αποτυπωθεί σε τεκμήρια του Συμβουλίου της Ευρώπης, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων, του Συνηγόρου του Πολίτη, της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, φορέων της επιστημονικής κοινότητας και άλλων φορέων και οργανώσεων. Η κατάσταση αυτή καλεί σε διαρκή επαγρύπνηση, καθώς οι επικείμενες παρεμβάσεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης στο ποινολογικό πεδίο θα λάβουν σύντομα συγκεκριμένη μορφή και περιεχόμενο στο πλαίσιο της νομοθετικής διαδικασίας.
Πηγές:
1. https://ministryofjustice.gr/?p=10314
2. https://www.dsa.gr/%CE%B4%CE%B5%CE%BB%CF%84%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CF%8D%CF%80%CE%BF%CF%85/%CE%B1%CF%80%CE%BF%CF%86%CE%AC%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%BC%CE%AD%CE%BB%CE%B5%CE%B9%CE%B1%CF%82/%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B4%CE%AF%CE%BA%CE%B7-%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CE%B3%CE%BA%CE%B7-%CE%BF%CF%85%CF%83%CE%B9%CE%B1%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8E%CE%BD-%CE%BC%CE%B5%CF%84%CE%B1%CF%81%CF%81%CF%85%CE%B8%CE%BC%CE%AF%CF%83%CE%B5%CF%89%CE%BD-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%8C%CF%87%CE%B9-%CE%B1%CF%80%CE%BF%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%83%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CF%84
3. https://ministryofjustice.gr/?p=10666
4. https://ministryofjustice.gr/?p=10656
5. https://ministryofjustice.gr/?p=10583
6. https://www.efsyn.gr/ellada/dikaiomata/406623_haotikes-allages-stis-fylakes
.epohi.gr/