Οι αιτίες γέννησης της σύγκρουσης των παραγωγικών δυνάμεων με τις παραγωγικές σχέσεις
Συνεχίζοντας ο Μαρξ στην ίδια παράγραφο, βάζει το ερώτημα, γιατί η κοινωνία ξεπέφτει σε κατάσταση βαρβαρότητας, για να απαντήσει.
«Και γιατί; Γιατί η κοινωνία έχει πάρα πολύ πολιτισμό, πάρα πολλά μέσα ύπαρξης, πάρα πολλή βιομηχανία, πάρα πολύ εμπόριο. Οι παραγωγικές δυνάμεις που διαθέτει δεν χρησιμεύουν πια για την προώθηση του αστικού πολιτισμού και των αστικών σχέσεων ιδιοκτησίας. Αντίθετα, έγιναν πάρα πολύ μεγάλες γι’ αυτές τις σχέσεις, εμποδίζονται από αυτές. Και κάθε φορά που οι παραγωγικές δυνάμεις ξεπερνούν το εμπόδιο αυτό, φέρνουν σε αναταραχή ολόκληρη την αστική κοινωνία, απειλούν την ύπαρξη της αστικής ιδιοκτησίας. Οι αστικές σχέσεις έγιναν πάρα πολύ στενές για να περιλάβουν τα πλούτη που δημιουργήθηκαν απ’ αυτές.»
Εδώ ακριβώς είναι που βρίσκεται η απάντηση…….
Γιατί λοιπόν παρουσιάζονται κάθε τόσο αυτές οι καταστροφικές κρίσεις;
Γιατί η κοινωνία είναι πάρα πολύ πλούσια. Γιατί, σε κάθε ιστορική βαθμίδα ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, η αστική τάξη, «επαναστατικοποιώντας αδιάκοπα τα μέσα παραγωγής», «δημιουργεί πάρα πολύ πλούτο», «πάρα πολλά μέσα ύπαρξης», «πάρα πολύ βιομηχανία, πάρα πολύ εμπόριο», τότε, ξεκινάει «η επιδημία της υπερπαραγωγής». Η αστική τάξη ανίκανη «να ελέγξει» τις καταστροφικές «και καταχθόνιες δυνάμεις που έχει εξαπολύσει», «ξεπέφτει σε κατάσταση βαρβαρότητας» και «ένας γενικός καταστροφικός πόλεμος που κόβει όλα τα μέσα ύπαρξης της αστικής κυριαρχίας» ξεκινάει. «Οι παραγωγικές δυνάμεις που διαθέτει έγιναν πάρα πολύ μεγάλες για τις αστικές παραγωγικές σχέσεις και εμποδίζονται απ’ αυτές». «Οι αστικές σχέσεις έγιναν πάρα πολύ στενές για να περιλάβουν τα πλούτη που δημιουργήθηκαν απ’ αυτές.» Εν κατακλείδι, ο υπερβάλλων πλούτος είναι που οδηγεί της παραγωγικές δυνάμεις ασφυκτιώντας μέσα στα δεσμά των αστικών παραγωγικών σχέσεων να έρχονται σε ευθεία σύγκρουση με αυτές.
Και συνεχίζει για να απαντήσει πως η αστική τάξη ξεπερνά τις κρίσεις
«Πώς ξεπερνά η αστική τάξη τις κρίσεις; από τη μια μεριά καταστρέφοντας αναγκαστικά μάζες από παραγωγικές δυνάμεις. Από την άλλη, κατακτώντας καινούργιες αγορές και εκμεταλλευόμενη πιο βαθιά τις παλιές. Πώς, λοιπόν; Προετοιμάζοντας πιο ολόπλευρες και πιο τεράστιες κρίσεις και ελαττώνοντας τα μέσα για να προλαβαίνει τις κρίσεις.»
Πως ξεπερνιούνται λοιπόν οι κρίσεις; Από τη μια καταστρέφοντας αναγκαστικά μάζες από παραγωγικές δυνάμεις και από την άλλη κατακτώντας καινούριες αγορές και εκμεταλλευόμενη πιο βαθιά τις παλιές. Παραπάνω κάναμε μια προσπάθεια να αναλύσουμε την γενική διατύπωση των τριών αυτών όρων και τι χαρακτήρα έχουν πάρει σε κάθε ιστορική περίοδο.
Εδώ, ένα δυο ακόμα αναγκαία παραδείγματα: Καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων είναι η απαξίωση και το κλείσιμο μέσω του ανταγωνισμού βιομηχανιών χαμηλής τεχνολογίας και ανταγωνιστικότητας, όπως καταστροφή, είναι και ο βομβαρδισμός και η ισοπέδωση μιας παραγωγικής μονάδας λόγω πολέμου. Ακόμα: ως προς την «κατάκτηση αγορών», άλλο η γεωγραφική επέκταση, «κατάκτηση», μιας αγοράς, εκεί δηλαδή που δεν υπάρχει αγορά και άλλο η εσωτερική του «κατάκτηση», επέκταση, με την μετατροπή παράδειγμα της ενέργειας, από ατμοκίνητη σε ηλεκτροκίνητη. Ή ακόμα: εσωτερική «κατάκτηση» επέκταση, είναι η μετατροπή μιας πρωτόλειας συντεχνιακής παραγωγής για την αγορά, σε βιοτεχνική ή βιομηχανική. Ακόμα δε περισσότερο, «κατάκτηση» επέκταση είναι μια απότομη αύξηση των ημερομισθίων, και η ταυτόχρονη αύξηση της κατανάλωσης που αυτή επιφέρει, σπρώχνοντας συνεπακόλουθα ένα μέρος πλεονάζοντος κεφαλαίου να επενδύσει στα προϊόντα αυξημένης ζήτησης συμβάλλοντας στην αύξηση της παραγωγής από την απότομη αύξηση της ζήτησης. Ας προσθέσουμε εδώ, ότι η κίνηση αυτή, η μετατόπιση δηλαδή κεφαλαίου στους κλάδους με αυξημένη ζήτηση και άρα που έχουν αυξημένη κερδοφορία, είναι και η αιτία της εξισορρόπησης του μέσου ποσοστού του κέρδους. Ταυτόχρονα, αν όλα τα παραπάνω πάψουν να ισχύουν για οποιονδήποτε λόγο, τότε οι παράγοντες «κατάκτησης» μετατρέπονται αυτόματα σε παράγοντες καταστροφής.
Ανεξάρτητα όμως με όλα τα παραπάνω, αυτό που έχει σημασία να προσέξουμε όμως εδώ, είναι οι δύο τελευταίες γραμμές αυτής της πρότασης. Ο Μαρξ καταλήγει κλείνοντας. Πως λοιπόν ξεπερνά η αστική τάξη τις κρίσεις; «Προετοιμάζοντας πιο ολόπλευρες και πιο τεράστιες κρίσεις και ελαττώνοντας τα μέσα για να προλαβαίνει τις κρίσεις.»
Ας προσέξουμε λίγο περισσότερο αυτή τη διατύπωση. Όσο η αστική τάξη «επαναστατικοποιεί» τις παραγωγικές δυνάμεις σε άλλο τόσο βαθμό προετοιμάζει πιο «ολόπλευρες και πιο τεράστιες κρίσεις ελαττώνοντας τα μέσα για να τις προλαβαίνει». Με άλλα λόγια: όσο πιο πολύ αναπτύσσονται οι παραγωγικές δυνάμεις, τόσο πιο «ολόπλευρες και πιο τεράστιες» είναι οι κρίσεις που παράγουν και κατ’ επέκταση, τα μέσα για να τις προλαβαίνει «ελαττώνονται» όλο και περισσότερο. Η πρόβλεψη αυτή, έχει επαληθευτεί με τον πιο τραγικό τρόπο οδηγώντας τον καπιταλισμό σε δυο καταστροφικούς παγκόσμιους πολέμους, (των οποίων τα μέσα καταστροφής του δεύτερου απ τον πρώτο ήταν απείρως πιο καταστροφικά) και σε δεκάδες περιφερειακούς, με τεράστιες καταστροφές περισσέματος κεφαλαίου και εργασίας. Η σημερινή ανάπτυξη των τεχνολογικών μέσων, μας προϊδεάζει για αυτό που έρχεται. Η κρίση που ξανοίγεται μπροστά μας στα χρόνια που έρχονται έχει άπειρα πιο τεράστιες διαστάσεις απ τις προηγούμενες και κατ επέκταση τα μέσα για να την προλάβει η αστική τάξη , έχουν ελαττωθεί στο ελάχιστο. Οι πύλες της κολάσεως έχουν ήδη αρχίσει να ανοίγουν για την τελική καταστροφή.
Όλα αυτά γράφτηκαν πριν από 170 χρόνια περίπου. Γράφτηκαν σε μια εποχή που κινητήρια δύναμη της παραγωγής και των μεταφορών, ήταν ακόμα ο ατμός. Γράφτηκαν πριν ακόμα ειπωθεί το σύνθημα στις αρχές του εικοστού αιώνα από τον Λένιν για την χώρα του, «εξηλεκτρισμός ίσον σοσιαλισμός». Κάτι που όμως δεν ίσχυε μόνο για την Ρωσία, αλλά για το σύνολο του κόσμου στην εποχή του. Αυτά γράφτηκαν, πριν την εφαρμογή στην μαζική παραγωγή, της μηχανής εσωτερικής καύσης και του ηλεκτρικού μοτέρ και την επανάσταση που αυτά επέφεραν στην παραγωγή. Γράφτηκαν πριν την έκρηξη της τεχνολογικής επανάστασης των τελευταίων πενήντα χρόνων, πριν τα ηλεκτρονικά, τα κομπιούτερ, πάνω απ’ όλα πριν τον αυτοματισμό και την ρομποτική.
Αλήθεια, στα 170 χρόνια που μας χωρίζουν από τότε, σε πόσο βαθμό έχουν «αναπτυχτεί οι παραγωγικές δυνάμεις», έχουν «κατακτηθεί» νέες αγορές και έχουν «εκμεταλλευτεί στο έπακρο οι παλιές», ώστε συνεχώς να «προετοιμάζονται πιο ολόπλευρες και πιο τεράστιες κρίσεις»; Σε πόσο βαθμό να έχουν «ελαττωθεί τα μέσα για να προλαβαίνονται οι κρίσεις»; Πόσο πολύ μεγάλες έχουν γίνει οι παραγωγικές δυνάμεις ώστε να «μην χωρούν πια στις αστικές σχέσεις παραγωγής»; Σε πόσο βαθμό έχουν «ωριμάσει οι υλικοί όροι μέσα στους «κόλπους των παλιών παραγωγικών σχέσεων» ώστε «νέες και ανώτερες παραγωγικές σχέσεις να ζητούν να αντικαταστήσουν τις παλιές»; Με άλλα λόγια, πόσο πολύ η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων έχει τραβήξει τον καπιταλισμό πέρα απ’ τα όρια του έχοντας κοινωνικοποιήσει τα μέσα παραγωγής τόσο ώστε να μην χωρούν πια στις αστικές παραγωγικές σχέσεις και στα δεσμά της αστικής ιδιοκτησίας;
Όλοι ξέρουμε, πως απ’ το 1847 που γράφτηκε το μανιφέστο για να αποτελέσει το πρόγραμμα της Διεθνούς ένωσης των κομουνιστών, και ανέλυε πως οι παραγωγικές σχέσεις μέσα στις οποίες οι παραγωγικές δυνάμεις της εποχής του ασφυκτιούσαν, την περίοδο του ελεύθερου ανταγωνισμού δηλαδή, οι παραγωγικές δυνάμεις αναπτύχθηκαν τόσο, ώστε στις αρχές του εικοστού αιώνα, να ξεκινήσει μια μεγάλη ιδεολογική συζήτηση μέσα στους κόλπους των μαρξιστών της εποχής, μια συζήτηση που ούτε ο Μαρξ ούτε ο Ένγκελς την πρόλαβαν. Η συζήτηση αυτή, σκοπό είχε να κατανοηθεί, πως μέσα απ’ τον ανταγωνισμό μπορεί να δημιουργηθεί μια τόσο τεράστια συγκεντροποίηση, ώστε απ τον ατομικό εργοστασιάρχη, και τον ατομικό τραπεζίτη, να δημιουργηθούν οι πρώτοι στην εποχή τους γίγαντες των τραστ και των καρτέλ, των βιομηχανικών και τραπεζιτικών ομίλων, (παρότι συγκρινόμενοι με τις πολυεθνικές της εποχής μας μοιάζουν με νάνους), να ενοποιηθεί το βιομηχανικό με το τραπεζικό κεφάλαιο, και να «μοιραστούν» οι τότε υπάρχουσες αγορές σε σφαίρες επιρροής και ελέγχου, με την μορφή των αποικιών, μεταξύ των τριών τεσσάρων μεγάλων καπιταλιστικών κρατών. Η συζήτηση αυτή κατέληξε, 70 σχεδόν χρόνια μετά την συγγραφή του κομουνιστικού μανιφέστου, να διατυπωθεί απ’ τους μελετητές, μαζί μα τον Λένιν ένας νέος όρος: Ο «Ιμπεριαλισμός», σαν «νέο ανώτερο (και όχι ανώτατο) στάδιο του καπιταλισμού» σε αντιδιαστολή με τον ελεύθερο ανταγωνισμό της εποχής του Μαρξ.
Και εδώ, όπως είναι φυσικό, προκύπτει αυτόματα ένα ερώτημα. Οι παραγωγικές δυνάμεις έχουν αναπτυχθεί απ’ τις αρχές του 20 αιώνα μέχρι σήμερα; Και αν ναι, σε τι βαθμό; Εκατό και πλέον χρόνια μετά την έρευνα και την ανάλυση του Λένιν και άλλων μαζί με τον Λένιν, όπως του Λαφάργκ του Χόμπσον του Χίλφερντιγκ και άλλων, για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της εποχής τους, οι παραγωγικές δυνάμεις έχουν μείνει στάσιμες όπως τις γνώρισαν οι τότε μαρξιστές στις αρχές του εικοστού αιώνα, η έχουν αναπτυχθεί; Και σε πιο βαθμό; Με αυτή την ένια Ο Ιμπεριαλισμός του Λένιν είναι ένα ιερό ευαγγέλιο, ένα προσευχητάρι που καθρεπτίζει μέσα του το παρελθόν και το μέλλον των παραγωγικών δυνάμεων ανά τους αιώνες; Η είναι μια προσθήκη και συμβολή στην παγκόσμια γνώση, βοήθημα στην κατανόηση μας. Χρειάζεται νέα έρευνα και ανάλυση της μορφής και του χαρακτήρα αυτής της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων αν έχει υπάρξει; Ή πράγμα που είναι το ίδιο, σε πιο βαθμό «Οι παραγωγικές δυνάμεις που διαθέτει σήμερα η αστική τάξη, δεν μπορούν να χρησιμεύσουν για άλλη μια φορά, για την προώθηση του αστικού πολιτισμού». Γιατί «Καμιά κοινωνική τάξη δεν εξαφανίζεται ποτέ προτού αναπτυχθούν όλες οι παραγωγικές δυνάμεις που μπορεί να χωρέσει». Σε πιο λοιπόν βαθμό έχουν αναπτυχθεί, οι παραγωγικές δυνάμεις ώστε να γνωρίζουμε μέχρι ποιο σημείο « έχουν ελαττωθεί τα μέσα για να προλαβαίνει νέες κρίσεις» η αστική τάξη;.
Οι υλικοί όροι των αγώνων της τάξης
Στην «Εισαγωγή στη συμβολή της κριτικής της πολιτικής οικονομίας», το ζήτημα μπαίνει ακόμα πιο ξεκάθαρα απ’ τον Μαρξ. Ακόμα πιο ξεκάθαρα όμως μπαίνουν δυο ακόμα ζητήματα.
Ένα, οι υλικοί όροι πάνω στους οποίους στηρίζεται η ιδεολογική πολιτική και διανοητική ικανότητα της κοινωνίας. Ικανότητα με την οποία διεξάγεται ο αγώνας από μέρους των εργαζομένων, για την αλλαγή της υλικής βάσης των αστικών σχέσεων παραγωγής και ιδιοκτησίας, κάτι που με την σειρά του θα μετασχηματίσει και όλο το τεράστιο ιδεολογικό και πολιτικό εποικοδόμημα, που στηρίζει την αστική ιδιοκτησία.
Και δυο κάτω από ποιους υλικούς όρους μπορεί να ωριμάσουν οι συνθήκες μέσα στους κόλπους της παλιάς κοινωνίας, έτσι ώστε να δημιουργηθούν οι συνθήκες για να γεννηθούν νέες ανώτερες παραγωγικές σχέσεις ώστε να αμφισβητήσουν και να ανατρέψουν τις παλιές. Η, όπως τονίζαμε παραπάνω, πως σε κάθε ιστορική βαθμίδα ανάπτυξης τους, οι παραγωγικές δυνάμεις ανατρέπουν τις παλιές παραγωγικές σχέσεις μέσα στους κόλπους του ίδιου του συστήματος. Σχέσεις, τις οποίες είχαν διαμορφώσει την προηγούμενη περίοδο ανάπτυξης τους. Πως σε κάθε ιστορική περίοδο, οι ανατροπές αυτές, μετασχηματίζονται ολοένα και πιο πολύ, σε ανώτερες, κοινωνικά οργανωμένες, παραγωγικές σχέσεις, ξεπερνώντας τα στενά πλαίσια που τους ορίζουν οι παλιές σχέσεις παραγωγής.
Ο δεύτερος αυτός όρος, θα ακούγεται λίγο κακόηχος στα αυτιά των «επαγγελματιών» του μαρξισμού. Μα πως θα πούνε ο καπιταλισμός μπορεί να μετασχηματίζεται σε ανώτερες κοινωνικά οργανωμένες παραγωγικές σχέσεις και πως μπορεί κατά συνέπεια να μετασχηματίσει και όλο το τεράστιο ιδεολογικό και πολιτικό του εποικοδόμημα; Ο φόβος της κατάρρευσης της στατικής ιδεολογικής τους ορθότητας τους τρομάζει. Όπως η σκέψη τους είναι στατική, έτσι και όλα τα φαινόμενα που μπορεί να αναλύονται απ αυτή, άρα και ο καπιταλισμός, είναι όλα στατικά. Οι παραγωγικές δυνάμεις έχουν αναπτυχθεί άπαξ στο «ανώτατο» στάδιο, αυτό του ιμπεριαλισμού και έναν αιώνα μετά παραμένουν στάσιμες. Το μόνο που κάνουν είναι να περιμένουν τον υποκειμενικό παράγοντα να βάλει ένα χεράκι να ανατρέψει τις υπάρχουσες παραγωγικές σχέσεις και να χτίσει νέες ανώτερες. Το θέμα της στατικότητας της σκέψης, η του ντετερμινισμού των ιδεών θα μας απασχολήσει πάλι παρακάτω.
Ας παρακολουθήσουμε όμως τη σκέψη του Μαρξ.
«Στην κοινωνική παραγωγή της ύπαρξής τους, οι άνθρωποι έρχονται αναπόφευκτα σε καθορισμένες σχέσεις, οι οποίες είναι ανεξάρτητες από τη θέλησή τους, δηλαδή σε σχέσεις παραγωγής, που αντιστοιχούν σε μια ορισμένη βαθμίδα στην ανάπτυξη των υλικών δυνάμεων της παραγωγής».
Ξεκινώντας απ το γεγονός ότι Οι άνθρωποι έρχονται «αναπόφευκτα σε καθορισμένες» «σχέσεις παραγωγής» «ανεξάρτητες από την θέληση τους» και οι οποίες «αντιστοιχούν σε μια ορισμένη βαθμίδα της ανάπτυξης των υλικών δυνάμεων παραγωγής». Η Πιο απλά: οι άνθρωποι γεννιούνται σε σένα καθορισμένο ιστορικό χρόνο, ο οποίος αντιστοιχεί σε συγκεκριμένες σχέσεις παραγωγής, «ανεξάρτητα απ τη θέληση τους» και ζουν δρουν και παλεύουν τη ζωή τους σε αυτές τις «καθορισμένες σχέσεις παραγωγής», οι οποίες «αντιστοιχούν σε μια ορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης των υλικών δυνάμεων της παραγωγής». Συνεχίζοντας καταλήγει:
«Το σύνολο αυτών των παραγωγικών σχέσεων αποτελεί την οικονομική δομή της κοινωνίας, την υλική βάση, πάνω στην οποία υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα και στην οποία αντιστοιχούν καθορισμένες μορφές κοινωνικής συνείδησης.»
για να συμπεράνει ότι:
«Ο τρόπος παραγωγής των συνθηκών της υλικής ζωής καθορίζει τη γενική διαδικασία της κοινωνικής, πολιτικής και διανοητικής ζωής. Δεν είναι η συνείδηση που καθορίζει την ύπαρξη των ανθρώπων, αλλά η κοινωνική τους ύπαρξη καθορίζει τη συνείδησή τους.»
Ας μην μας διαφεύγει αυτή η διατύπωση: Δεν είναι η συνείδηση που καθορίζει την ύπαρξη των ανθρώπων, αλλά η κοινωνική τους ύπαρξη καθορίζει τη συνείδησή τους.» Με άλλα λόγια, «Το σύνολο των παραγωγικών σχέσεων που αποτελεί την οικονομική δομή της κοινωνίας, την υλική της βάση, πάνω στην οποία υψώνεται ένα νομικό ιδεολογικό και πολιτικό εποικοδόμημα και στην οποία αντιστοιχούν καθορισμένες μορφές κοινωνικής συνείδησης», αυτός «Ο τρόπος παραγωγής των συνθηκών της υλικής ζωής» είναι που «καθορίζει τη γενική διαδικασία της κοινωνικής, πολιτικής και διανοητικής ζωής.» Ακόμα πιο απλά: αντίθετα με ότι μας κανοναρχεί η αστική ιδεαλιστική ιδεολογία, οι παραγωγικές συνθήκες μιας συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου μέσα στις οποίες ζουν και δρουν οι άνθρωποι, είναι που καθορίζουν την συνείδηση τους, και όχι το αντίστροφο.
Εδώ, πηγαίνοντας ένα βήμα ακόμα πιο πέρα την σκέψη του, ο Μαρξ καθορίζει τα πλαίσια της λειτουργίας της κοινωνικής συνείδησης, και τον τρόπο που με βάση αυτή τη συνείδηση διεξάγονται οι αγώνες. Ή πράγμα που είναι το ίδιο πως η υλική οικονομική βάση καθορίζει το ιδεολογικό και πολιτικό εποικοδόμημα μέσα στο οποίο καλούνται οι άνθρωποι να διεξάγουν τους αγώνες τους.
Στην συνέχεια επανέρχεται ξανά στην διατύπωση απ το κομουνιστικό μανιφέστο, για τις αιτίες σύγκρουσης των παραγωγικών δυνάμεων με τις παραγωγικές σχέσεις:
«Σε ένα στάδιο της ανάπτυξης, οι παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας έρχονται σε σύγκρουση με τις υφιστάμενες παραγωγικές σχέσεις, ή, για να εκφράσουμε το ίδιο πράγμα με νομικούς όρους, με τις σχέσεις της ιδιοκτησίας, μέσα στο πλαίσιο των οποίων ως τότε είχαν κινηθεί. Οι σχέσεις αυτές, από μορφές ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, μετατρέπονται σε δεσμά τους.»
Για να καταλήξει
Τότε αρχίζει μια εποχή κοινωνικής επανάστασης. Οι αλλαγές στην οικονομική βάση, οδηγούν συντομότερα ή αργότερα στο μετασχηματισμό όλου του τεράστιου εποικοδομήματος.»
Εδώ θα μπορούσαμε να προσθέσουμε ότι σε όσο βαθμό πραγματοποιείται ο «μετασχηματισμός» στην υλική βάση, σε άλλο τόσο βαθμό μετασχηματίζεται μαζί του και στο εποικοδόμημα η συνείδηση που καθορίζει τη ύπαρξη των ανθρώπων άρα και τους αγώνες τους.
Η παραπάνω πρόταση του Μαρξ, στους μελετητές των γραφών των ιερών ευαγγελίων, μπορεί να φανεί ότι αποδεικνύει την αναλλοίωτη και παγωμένη στο χρόνο υπεριστορικότητα των ιερών γραφών. Όταν δηλαδή οι παραγωγικές δυνάμεις φτάσουν άπαξ, σ’ ένα στάδιο ανάπτυξης, τότε έρχονται σε μια αέναη σύγκρουση με τις παραγωγικές σχέσεις. Είναι σαν το σύστημα να γέμισε με μιας, όλες τις παραγωγικές δυνάμεις που μπορεί να χωρέσει και να γέννησε μέσα στους κόλπους του, νέες ανώτερες παραγωγικές σχέσεις οι οποίες αγωνίζονται να ανατρέψουν τις παλιές.
Δεν υπάρχουν κατά συνέπεια στην χρονική διάρκεια ύπαρξης ενός συστήματος, όσο μικρη ή μεγάλη μπορεί να είναι αυτή, περίοδοι ανάπτυξης ή ύφεσης, οι οποίες μπορεί να αμβλύνουν η να οξύνουν την σύγκρουση. Περίοδοι ανάπτυξης οι οποίες θα διαφοροποιούν την δομή οργάνωσης των παραγωγικών δυνάμεων, και περίοδοι ύφεσης οι οποίες θα προετοιμάζουν αυτή την αλλαγή στη δομή τους, ή όπως λέει ο Μαρξ να διαφοροποιούν την «διαδικασία της κοινωνικής, πολιτικής και διανοητικής ζωής με την οποία οι άνθρωποι διεξάγουν τους αγώνες τους.» Με άλλα λόγια δεν υπάρχει διαφοροποίηση στην της κοινωνικής συνείδησης με την οποία η άνθρωποι δίνουν τις μάχες για την αλλαγή της υλικής βάσης της ύπαρξης τους, γιατί απλούστατα δεν υπάρχουν μακρόχρονοι περίοδοι ανάπτυξης και περίοδοι κρίσης μέσα στην περίοδο ύπαρξης ενός συστήματος, οι οποίες αμβλύνουν η αντίστροφα οξύνουν την σύγκρουση και άρα διαφοροποιούν και αναπτύσσουν η αμβλύνουν την συνείδηση.
Όπως καταλαβαίνουμε, μια τέτοια ανάλυση, προσεγγίζει την ιστορία με μια στατική αντίληψη. Το δουλοκτητικό σύστημα, άντεξε σ ένα αρκετά μεγάλο βάθος ιστορικού χρόνου, μέχρι να διαλυθεί και να αντικατασταθεί απ’ το φεουδαλισμό. Σε όλο το μακρύ διάστημα της κυριαρχίας του, μέχρι να εξαντλήσει όλες τις πιθανότητες άντλησης δούλων, κύριο στοιχείο της παραγωγικής λειτουργίας του, πέρασε από διάφορα στάδια μεταμόρφωσης. Έτσι, Απ την εμφάνιση του στην ιστορία με την μορφή της πόλης κράτους μετεξελίσσεται απ την δημοκρατία στην απολυταρχία για να καταλήξει στην τελική του μορφή στην αυτοκρατορία του Αλέξανδρου και των Ρωμαίων. Η εσωτερική του ανάγκη για την εξεύρεση δούλων τον οδήγησε απ την πόλη κράτος, στην μεγιστοποίηση και την κατάκτηση όλου του τότε γνωστού κόσμου και την ενοποίηση του κάτω από μια ενιαία κεντρική αυτοκρατορική διοίκηση. Όταν αυτό πραγματοποιήθηκε και η εξεύρεση δούλων απ τις κατακτητικές επεκτάσεις σταμάτησε, τον οδήγησε στην παρακμή και τέλος στην κατάρρευση και την διάλυση για να ξεπέσει στον μεσαίωνα του φεουδαλισμού. Και αυτός με την σειρά του, να μετασχηματιστεί, απ τον μεμονωμένο γαιοκτήμονα μιας περιοχής, σε βαρόνο φεουδάρχη ο οποίος είχε κάτω απ τον έλεγχο του, μια σειρά τοπικούς φεουδάρχες. Η βαρονία μετεξελίσσεται με την σειρά της σε βασιλεία για να οδηγηθούν μετά απ αυτό στην ίδρυση των εθνών κρατών και αυτά με την σειρά τους να γεννήσουν μέσα στους κόλπους τους τις τάξεις που γνωρίζουμε σήμερα. Κανένα απ αυτά τα συστήματα δεν εξαφανίστηκε απ το πρόσωπο της ιστορίας χωρίς να γεμίσει όλες τις παραγωγικές δυνάμεις που μπορούσε να χωρέσει. Γεννημένο το ένα σύστημα μέσα στο άλλο στην πορεία ανάπτυξης των παραγωγικών τους δυνάμεων, συμβίωναν για μεγάλο ιστορικό διάστημα το ένα μέσα στο άλλο γιατί «Καμιά κοινωνική τάξη δεν εξαφανίζεται ποτέ προτού αναπτυχθούν όλες οι παραγωγικές δυνάμεις που μπορεί να χωρέσει, και νέες και ανώτερες παραγωγικές σχέσεις ποτέ δεν αντικαθιστούν τις παλιές προτού οι υλικοί όροι για την ύπαρξή τους ωριμάσουν μέσα στους κόλπους της παλιάς κοινωνίας.» Σε όλη την διάρκεια της ύπαρξης τους όμως, μπορούσαν να ζουν και να συνυπάρχουν με το νέο που γεννιόνταν μέσα στους κόλπους του παλιού, μέχρι το νέο να τους ανατρέψει. Σε όλη την διάρκεια της ύπαρξης τους πέρναγαν απ το ένα στάδιο στο άλλο, μέσα από κρίσεις που συντάραζαν συθέμελα τις βάσεις των παλιών κοινωνικών σχέσεων στην αγωνία τους να γεννήσουν τις νέες.
Οι υλικοί όροι ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων
Ο φορμαλιστικός τρόπος σκέψης, καταλήγει να αγνοεί τον βασικό κανόνα της λειτουργίας της αστικής παραγωγής. Τον κανόνα, «ότι η αστική τάξη δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς να επαναστατικοποιεί τις παραγωγικές δυνάμεις». Η πράγμα που είναι το ίδιο, ότι η αστική τάξη δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τον ανταγωνισμό. Άρα, όσο εξακολουθεί να υπάρχει και δεν ανατρέπεται, η επαναστατικοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων θα συνεχίσει να συμβαίνει. Ο φορμαλισμός ζει υπάρχει και αναπαράγεται μέσα σε ένα στατικό τρόπο σκέψης. Γ αυτόν, ο μαρξισμός σταμάτησε στον Λένιν και τη Ρώσικη επανάσταση. Η θεωρία των μακρών κυμάτων του Κάουτσκι, του Κοντράντιεφ, του Τρότσκι και ιδιαίτερα του Σουμπέτερ, δεν υπάρχει. Ιδιαίτερα η πρόταση του Σουμπέτερ ο οποίος πρότεινε ένα διαφορετικό μηχανισμό στον «κύκλο Κοντράντιεφ». Κατά τον Σουμπέτερ, η πορεία της μακράς καθοδικής φάσης συνοδεύεται από την εφαρμογή μεγάλων τεχνολογικών καινοτομιών στην βιομηχανία. Η διάχυση των καινοτομιών αυτών είναι υπεύθυνη για την ανοδική φάση που ακολουθεί τη φάση της ύφεσης. Η συνειδητή άγνοια και η απόρριψη των μακριών κυμάτων δεν τους αφήνει να κατανοήσουν το μέγεθος της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων που συντελέστηκε μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Αιτία αυτής της ανάπτυξης δεν ήταν τίποτε άλλο απ τις νέες τεχνολογίες που διαχεόταν στην βιομηχανία όλο το μεγάλο διάστημα της μακράς περιόδου της ύφεσης του μεσοπολέμου, οι οποίες προετοίμαζαν τις παραγωγικές δυνάμεις για ένα νέο τεράστιο άλμα ανάπτυξης μετά το κενό που άφησαν οι καταστροφές του πολέμου. Το ιστορικό αυτό παράδειγμα μας διδάσκει απλά, οτι οι παραγωγικές δυνάμεις, μετά από μια καταστροφή, (αν η εργατική τάξη δεν κατορθώσει να κοινωνικοποιήσει τα μέσα παραγωγής) αυτά θα αναπτυχθούν εκ νέου σε ένα ανώτερο επίπεδο μπαίνοντας ξανά σε μια νέα ανώτερη σύγκρουση με της παραγωγικές σχέσεις, «Προετοιμάζοντας πιο ολόπλευρες και πιο τεράστιες κρίσεις και ελαττώνοντας τα μέσα για να προλαβαίνει (η αστική τάξη) τις κρίσεις.» Οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι και οι δεκάδες περιφερειακοί, είναι η μεγαλύτερη επιβεβαίωση των παραπάνω προβλέψεων. Με λίγα λόγια, αν ο καπιταλισμός δεν ανατραπεί, τότε όχι μόνο μπορεί να ξανά αναπτύξει τις παραγωγικές δυνάμεις μετά τις καταστροφές που θα επιφέρει ο πόλεμος, αλά να τις φτάσει στο σημείο του απόλυτου αδιεξόδου, «ελαττώνοντας», ή πιο σωστά καταργώντας όλα τα μέσα για να τις προλαβαίνει.
Όπως είναι επόμενο, σε κάθε τέτοιο στάδιο ανάπτυξης πάρα πέρα των παραγωγικών δυνάμεων, μαζί με την κατάργηση των παλιών δομών παραγωγής, καταργεί και όλο το παλιό «πολιτικό και νομικό εποικοδόμημα» στο οποίο στηριζόταν μέχρι χθες, αντικαθιστώντας το με ένα νέο το οποίο ανταποκρίνεται στις νέες συνθήκες. Με αυτό τον τρόπο όμως, καταργεί τον ίδιο το εαυτό του γιατί αναγκάζεται να κοινωνικοποιεί τα μέσα παραγωγής οργανώνοντας τα σε ένα ανώτερο επίπεδο. Στην περίοδο του μακρού κύματος ανάπτυξης, οι συγκρούσεις αμβλύνονται γιατί οι δυνατότητες παραχωρήσεων είναι εφικτές, σε αντίθεση με την περίοδο του μακρού κύματος ύφεσης. Τότε το σύστημα μπαίνει σε μια νέα ανώτερη φάση αυταρχισμού. Τότε οι παραγωγικές δυνάμεις γίνονται βραχνάς πάνω σε όλη την κοινωνία. Τότε η κοινωνία «πέφτει σε κατάσταση βαρβαρότητας». Η σημερινή περίοδος είναι ο αδιάψευστος μάρτυρας αυτής της πραγματικότητας.
Παίρνοντας επομένως κατά γράμμα με μια τελολογική ένια τη φράση, «τότε αρχίζει μια εποχή κοινωνικής επανάστασης», αγνοούν την κατάληξη ότι «οι αλλαγές στην οικονομική βάση οδηγούν συντομότερα η αργότερα στο μετασχηματισμό όλου του τεράστιου εποικοδομήματος». Το συντομότερα η αργότερα είναι το κλειδί του συλλογισμού, γιατί ο μετασχηματισμός των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής σε νέες ανώτερες παραγωγικές σχέσεις δεν θα πραγματωθεί αν «δεν αναπτυχθούν όλες οι παραγωγικές δυνάμεις που μπορεί να χωρέσει». Αυτό είναι το μεγάλο ιστορικό καθήκον της εργατικής τάξης. Κοινωνικοποιώντας τα μέσα παραγωγής να τα οργανώσει έτσι ώστε το συντομότερο δυνατόν να αναπτύξει όλες τις παραγωγικές δυνάμεις «που μπορεί να χωρέσουν μέσα στο παλιό» και νέες ανώτερες να γεννηθούν.
Αν προσέξουμε την συνέχεια του συλλογισμού Μαρξ, τότε θα καταλάβουμε ότι η φορμαλιστική σκέψη είναι ένα καλό εργαλείο για τους σεχταριστές όχι όμως και για την ανάλυση που χρειαζόμαστε σήμερα.
Συνεχίζει ο Μαρξ.
«Όταν μελετάμε τέτοιους μετασχηματισμούς, πρέπει πάντα να διακρίνουμε ανάμεσα στον υλικό μετασχηματισμό των οικονομικών όρων της παραγωγής, που μπορεί να καθοριστεί με την ακρίβεια της φυσικής επιστήμης, και τις νομικές, πολιτικές, θρησκευτικές, καλλιτεχνικές ή φιλοσοφικές μορφές, κοντολογίς, τις ιδεολογικές μορφές, με τις οποίες οι άνθρωποι συνειδητοποιούν αυτή τη σύγκρουση και τη διεξάγουν.»
Εδώ, Ξεκαθαρίζεται με τον πιο σαφή τρόπο η διάσταση μεταξύ των αντικειμενικών συνθηκών και του υποκειμενικού παράγοντα. Ξεκαθαρίζεται δηλαδή, ότι πρέπει πάντα να διακρίνουμε καθαρά, ανάμεσα στον υλικό μετασχηματισμό των οικονομικών όρων που πραγματοποιούνται μέσα στην διαδικασία της παραγωγής και τους οποίους μπορούμε να τους καθορίσουμε «με την ακρίβεια της φυσικής επιστήμης», από τις «ιδεολογικές, νομικές, πολιτικές, θρησκευτικές, καλλιτεχνικές μορφές, με τις οποίες οι άνθρωποι συνειδητοποιούν αυτή την σύγκρουση (των παραγωγικών δυνάμεων με τις παραγωγικές σχέσεις) και την διεξάγουν». Με άλλα λόγια, ανεξάρτητα αν οι παραγωγικές δυνάμεις, κάθε φορά που η υπερπαραγωγή σαν ένας «καταστροφικός λοιμός κόβει τα μέσα ύπαρξης της αστικής τάξης», και ξεπερνάει τα όρια της δυνατότητας κατανάλωσης. Όταν σε ένα ιστορικό στάδιο ανάπτυξης οι παραγωγικές δυνάμεις αισθάνονται δέσμιες μέσα στα πλαίσια των αστικών σχέσεων παραγωγής και έρχονται σε σύγκρουση με τις παραγωγικές σχέσεις. Η συνείδηση των ανθρώπων που διεξάγουν αυτή την σύγκρουση δεν είναι απαραιτήτως ταυτόσημες. Μπορεί δηλαδή, νέες ανώτερες παραγωγικές σχέσεις, ο σοσιαλισμός παράδειγμα, να φαίνεται υλικά πλήρης και ιστορικά αναγκαίος, την ίδια στιγμή όμως, οι ιδεολογικές μορφές με τις οποίες οι άνθρωποι συνειδητοποιούν και διεξάγουν τους αγώνες για την αλλαγή των παραγωγικών σχέσεων να καθυστερούν.
Γιατί;;
«Όπως δεν κρίνουμε ένα άτομο από την ιδέα που έχει για τον εαυτό του, έτσι δεν μπορούμε να κρίνουμε και μια εποχή μετασχηματισμού από τη συνείδησή της, αλλά, απεναντίας, αυτή η συνείδηση πρέπει να εξηγηθεί από τις αντιφάσεις της υλικής ζωής, από τη σύγκρουση που υπάρχει ανάμεσα στις κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις και στις παραγωγικές σχέσεις.»
Με άλλα λόγια: την σύγκρουση που διεξάγουν οι άνθρωποι μια συγκεκριμένη εποχή για τον μετασχηματισμό της, δεν την κρίνουμε απ την συνείδηση που έχουν οι ίδιοι για αυτήν. Αντίθετα την κρίνουμε, πρέπει να την κρίνουμε, από τις αντιφάσεις της υλικής ζωής, από τη σύγκρουση που υπάρχει ανάμεσα στις κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις και στις παραγωγικές σχέσεις.»
Και συνεχίζει για να καταλήξει
«Καμιά κοινωνική τάξη δεν εξαφανίζεται ποτέ προτού αναπτυχθούν όλες οι παραγωγικές δυνάμεις που μπορεί να χωρέσει, και νέες και ανώτερες παραγωγικές σχέσεις ποτέ δεν αντικαθιστούν τις παλιές προτού οι υλικοί όροι για την ύπαρξή τους ωριμάσουν μέσα στους κόλπους της παλιάς κοινωνίας.»
Εδώ ο Μαρξ διατυπώνει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο δυο βασικές αρχές. Πρώτο, ότι καμιά κοινωνική τάξη δεν εξαφανίζεται ποτέ, στην προκειμένη περίπτωση και η αστική τάξη, προτού να αναπτυχθούν ΟΛΕΣ οι παραγωγικές δυνάμεις που μπορεί να χωρέσει, έτσι ώστε, δεύτερο, νέες και ανώτερες παραγωγικές σχέσεις να ΩΡΙΜΑΣΟΥΝ μέσα στους κόλπους της παλιάς κοινωνίας για να αντικαταστήσουν τις παλιές.
Αλήθεια, πόσο ντετερμινιστική μπορεί να φανεί όλη αυτή η διατύπωση; Πιο είναι το μέτρο με το οποίο μπορούμε να μετρήσουμε αν το σύστημα έχει «αναπτύξει όλες τις παραγωγικές δυνάμεις που μπορεί να χωρέσει,» έτσι ώστε «νέες και ανώτερες παραγωγικές σχέσεις να ωριμάσουν μέσα στους κόλπους του» και να «αντικαταστήσουν τις παλιές;»,
Η απάντηση έχει ήδη δοθεί από τον Μαρξ στο κομουνιστικό μανιφέστο. Με την φράση «Στις κρίσεις ξεσπά μια κοινωνική επιδημία που σε κάθε άλλη προηγούμενη εποχή θα φαινόταν σαν παραλογισμός, η επιδημία της υπερπαραγωγής. Η κοινωνία ξαφνικά βρίσκεται πάλι πίσω σε κατάσταση στιγμιαίας βαρβαρότητας. Θα ‘λεγε κανείς ότι ένας λιμός, ένας γενικός καταστροφικός πόλεμος της έκοψε όλα τα μέσα ύπαρξης. H βιομηχανία, το εμπόριο φαίνονται εκμηδενισμένα.»
Το μέτρο για να μετρήσουμε επομένως αν οι παραγωγικές δυνάμεις μπορούν να αναπτυχθούν πάρα πέρα είναι η υπερπαραγωγή. Και η υπερπαραγωγή εμφανίζετε σε τακτά χρονικά διαστήματα με την μορφή των εμπορικών κρίσεων. Είναι σε όλους γνωστό, ότι οι τυπικές εμπορικές κρίσεις εμφανίζονται σε ένα περίπου δεκάχρονο κύκλο ο οποίος περιλαμβάνει μια περίοδο κάμψης και η οποία προετοιμάζει με την καταστροφή μονάδων χαμηλής παραγωγικότητας και την μεταφορά αργούντος κεφαλαίου στην παραγωγή εμπορευμάτων υψηλής ζήτησης, την περίοδο ανάκαμψης. Είναι επίσης γνωστό ότι στους δεκάχρονους κύκλους η κρίση επηρεάζει με διαφορετικό τρόπο και διαφορετικό μέγεθος το κάθε έθνος κράτος ξεχωριστά. Οι τυπικοί δεκάχρονοι κύκλοι όμως δεν μας εξηγούν επαρκώς τις αλματώδεις περιόδους ανάπτυξης στην παραγωγή, στην τεχνολογία, στις επιστήμες, στα νέα προϊόντα, όπως αυτά παρουσιάστηκαν μετά το τέλος του δευτέρου πολέμου. Σε αυτό, μόνο η κατανόηση της θεωρίας για τα μακρά κύματα μπορούν να μας δώσουν ικανοποιητικές απαντήσεις και ιδιαίτερα αυτή του Σουμπέτερ. Στα μακρά κύματα εμπεριέχονται οι δεκάχρονοι κύκλοι. Στην περίοδο του μακρού κύτος ανάπτυξης, οι δεκάχρονοι κύκλοι έχουν διαφορετική τρόπο λειτουργίας απ ότι στην περίοδο του μακρού κύματος ύφεσης. Στο κεφάλαιο χρέος αλλά και αλλού, έχουμε ασχοληθεί εκτενέστερα με όλα αυτά.
Στην εποχή μας, η ανάλυση των κρίσεων για κάθε ένα κράτος ξεχωριστά δε είναι ικανοποιητικό εργαλείο παρά μόνο όταν χρησιμοποιηθεί σαν μεγεθυντικός φακός για να δούμε καθαρότερα ένα κομμάτι του πάζλ που συνθέτει μια μεγαλύτερη εικόνα. Σήμερα η υπερπαραγωγή δεν αφορά πια το κάθε έθνος κράτος ξεχωριστά αλά το σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας, επηρεάζοντας με διαφορετικό τρόπο σε διαφορετικά επίπεδα την κάθε εθνική οικονομία. Και σε αυτό το ζήτημα, αναφερόμαστε διεξοδικά στο κεφάλαιο χρέος. Σήμερα και ο πιο αδαής μπορεί να δει ότι η ιστορική περίοδο που βρισκόμαστε έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός μακρού κύματος ύφεσης. Μια περίοδο, μέσα στην οποία πραγματώνεται μια μεγάλη διάχυση στην βιομηχανία νέων επαναστατικών τεχνικών, οι οποίες προετοιμάζουν μετά από μια μεγάλη καταστροφή μια νέα περίοδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Η κατάσταση αυτή μέσα στην οποία βρισκόμαστε σήμερα, είναι κάτι που μπορεί να «καθοριστεί με την ακρίβεια της φυσικής επιστήμης». Γιατί «Όταν εμφανισθεί η επιδημία της υπερπαραγωγής,» τότε αυτή παίρνει παγκόσμιο χαρακτήρα και η καταστροφή εμπορευμάτων και παραγωγικών δυνάμεων είναι αναπόφευκτη και διαπερνά όλα τα έθνη κράτη ανεξάρτητα απ το βαθμό ανάπτυξης των παραγωγικών τους δυνάμεων, και ανεξάρτητα απ την ένταση που τα πλήττει.
Στο στάδιο που οι παραγωγικές δυνάμεις έχουν υπερβεί τα όρια του έθνους κράτος και έχουν περάσει στον έλεγχο πολυεθνικών γιγάντων. Στο στάδιο που οι παραγωγικές δυνάμεις έχουν ξεφύγει απ τον ιδιοκτησιακό έλεγχο των μεμονωμένων ή ομαδοποιημένων καπιταλιστών με την μορφή των τραστ και των καρτέλ, και οι σχέσεις ιδιοκτησίας, έχουν μετατραπεί σε χαρτιά μετοχοποιημένων τίτλων, μεταφέροντας σε ένα ανώνυμο πολύπλοκο και πολυδαίδαλο σύστημα διαχείρισης την λειτουργία τους, (τα περιβόητα λευκά κολάρα), όπως είναι σήμερα οι πολυεθνικές. Σε αυτό το στάδιο οι εθνικές πολιτικές ελίτ έχουν είτε υποταχτεί στις εντολές, υπερεθνικών οργάνων, είτε υπερεθνικών οικονομικών γιγάντων και όλοι μαζί σε ανώνυμα υπερεθνικά οικονομικά λόμπυ. Οι εθνικές αστικές τάξεις, έχουν χάσει τον ιδιαίτερο ρόλο τους και έχουν ενταχθεί σε ένα ανώτερο καταμερισμό της εργασίας. Στο στάδιο αυτό οι εθνικές πολιτικές ελίτ και οι εθνικές αστικές τάξεις είναι ανίκανες να αναπτύξουν τις παραγωγικές τους δυνάμεις η κάθε μια ξεχωριστά, γιατί αυτές δεν αφορούν πια το κάθε έθνος ξεχωριστά. Σήμερα ιδιαίτερα, αυτό αφορά και τις μέχρι χθες λεγόμενες καθυστερημένες χώρες της Κίνας και της Ινδίας. Παρά το γεγονός ότι έχουν ακόμα τεράστιες δυνατότητες εσωτερικής επέκτασης της αγοράς τους, είναι υποχρεωμένες να οργανώνουν την παραγωγή τους με ένα εξαγωγικό προσανατολισμό, προκειμένου να αντέξουν την πίεση και τον ανταγωνισμό των πολυεθνικών γιγάντων.
Η τάση συγκεντροποίησης και γιγάντωσης των παραγωγικών δυνάμεων τις αρχές του εικοστού αιώνα, όπως έχουμε τονίσει και παραπάνω, είχε γίνει ήδη γνωστή και είχε αναλυθεί από μια σειρά διανοητές της εποχής, ορίζοντας την νέα περίοδο σαν ένα νέο ανώτερο στάδιο: Τον ιμπεριαλισμό. Ταυτόχρονα όμως είχε γίνει κατανοητό ότι ο καπιταλισμός στο σύνολο του δεν είχε αναπτύξει όλες τις παραγωγικές δυνάμεις που μπορούσε να χωρέσει έτσι ώστε νέες και ανώτερες παραγωγικές σχέσεις να έχουν ωριμάσει μέσα στους κόλπους του ζητώντας να τον ανατρέψουν. Στο πρώτο τέταρτο του εικοστού αιώνα, Υπήρχαν ακόμα χώρες που δεν είχαν περάσει καν σε μορφές παραγωγής για την αγορά, και χώρες που είχαν ακόμα τεράστια περιθώρια εσωτερικής επέκτασης των παραγωγικών τους δυνάμεων. Η κατανόηση όμως σε βάθος της νέας περιόδου, με την υπερπαραγωγή που έκλεινε μέσα της η υπέρ συγκεντροποίηση της εποχής τους και το φρακάρισμα της πάρα πέρα ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων από μέρους της αστικής τάξης, προοιώνιζε μια νέα πορεία μιας μεγάλης καταστροφής των παραγωγικών δυνάμεων. Η γνώση αυτή τους έβαζε επιτακτικά το καθήκον της αστικής ολοκλήρωσης μέσα απ την σοσιαλιστική επανάσταση. Το καθήκον που έμπαινε ήταν αυτό της συνέχισης και της ολοκλήρωσης της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων μέσω των αστικών παραγωγικών σχέσεων η της κοινωνικοποίησης τους και της ανάπτυξης τους με νέες ανώτερες οργανωμένες μορφές παραγωγικών σχέσεων. Τον σοσιαλισμό. Η θεωρία της διαρκούς επανάστασης ήταν αυτή που έδωσε απάντηση στο δίλημμα και τους όρισε τα νέα καθήκοντα. Μεταφέροντας το πρόβλημα της λύσης της κρίσης και της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων στις πλάτες της εργατικής τάξης, βάζοντας της το καθήκον στις νέες συνθήκες οργανωμένη σε ένα ανώτερο επίπεδο αυτό του εργατικού κράτους, να οδηγήσει την κοινωνία να ολοκληρώσει την δουλειά που δεν μπορούσε να τελείωσε στα χρόνια τους η αστική τάξη.
Πάνω σ’ αυτό το αδιέξοδο, πάνω σ’ αυτή την αντίθεση, σκόνταψε η πρώτη επίθεση της ανθρωπότητας να κάνει το πρώτο μεγάλο ιστορικό άλμα προς τους ουρανούς με την Ρώσικη επανάσταση. Η ανάπτυξη των αστικών παραγωγικών δυνάμεων στη Ρωσία, ήταν φανερό ότι δεν είχαν αναπτυχθεί τόσο ώστε να μην χωρούν πια μέσα στις παλιές αστικές παραγωγικές σχέσεις. Γιατί όπως «Καμιά κοινωνική τάξη δεν εξαφανίζεται ποτέ προτού αναπτυχθούν όλες οι παραγωγικές δυνάμεις που μπορεί να χωρέσει, και νέες και ανώτερες παραγωγικές σχέσεις ποτέ δεν αντικαθιστούν τις παλιές προτού οι υλικοί όροι για την ύπαρξή τους ωριμάσουν μέσα στους κόλπους της παλιάς κοινωνίας.», έτσι και εδώ, ο βιασμός των υλικών όρων της αντικειμενικής πραγματικότητας, είναι γραμμάτιο που η ιστορία ζητάει στο μέλλον την αποπληρωμή του και οι τόκοι που είχαν γραφτεί πάνω σε αυτό το γραμμάτιο ήταν δυσβάστακτοι. Ακόμα η ανθρωπότητα δεν απαλλάχτηκε απ τον βαρύ ιδεολογικό φόρο τοκοχρεολυσίων που πληρώνει στην Σταλινική γραφειοκρατία.
Η διαφωνία της Ρόζας Λούξεμπουργκ, απέναντι στον Λένιν για το εγχείρημα της Ρώσικης επανάστασης, βασιζόταν ακριβώς στην παραπάνω αυτή κατανόηση, ενώ η αντίθεση του Λένιν στην διαφωνία της Λούξεμπουργκ στηριζόταν μονάχα στην ελπίδα ότι η παγκόσμια επανάσταση δεν θα καθυστερούσε, έτσι ώστε οι ανεπτυγμένες παραγωγικές δυνάμεις των ευρωπαϊκών χωρών θα βοηθούσαν τις ρώσικες. Απλοποιώντας για προπαγανδιστικούς λόγους και για την κατανόηση αυτής της πραγματικότητας μέσα στους κόλπους της αριστερής αντιπολίτευσης, ο Πτοεμπαζένσκι, έγραφε την εποχή εκείνη. «Όταν μπορείς να παράγεις μόνο 50 ζευγάρια παπούτσια και έχεις 100 ζευγάρια πόδια που πρέπει να ποδέσεις, τότε πρέπει να φτιάξεις ένα μηχανισμό για να διαλέγει σε ποιους θα τα μοιράσει, ένα μηχανισμό για να τα φυλάει από κλοπές, ένα για να καταστέλλει τις αντιδράσεις αυτών που μένουν εκτός διανομής, ένα μηχανισμό που να τιμωρεί αυτούς που αντιδρούν και πάει λέγοντας. Όπως είναι επόμενο οι πρώτοι που θα πάρουν παπούτσια είναι όλος αυτός ο μηχανισμός διανομής και φύλαξης παπουτσιών». Ήταν πάνω σ αυτό που προσέκρουσε η βίαιη προσπάθεια εφαρμογής νέων ανώτερων παραγωγικών σχέσεων σε μια χώρα που δεν είχε κατορθώσει να αναπτύξει όλες τις παραγωγικές δυνάμεις που μπορούσε να χωρέσει. Αυτοί ήταν οι νέοι υλικοί όροι που γέννησαν το τέρας της γραφειοκρατίας, φαινόμενο που με τόση διαύγεια και θεωρητική δεινότητα κατανόησε και ανέλυσε ο Τρότσκι.