Ανάπτυξη; Και πως;
Αν δεχτούμε, ότι οι παραγωγικές δυνάμεις μέσα στον καπιταλισμό, δεν αναπτύσσονται άπαξ, αλλά είναι σε συνεχή και αέναη πορεία ανάπτυξης και καταστροφής, περνώντας ξανά σε ένα νέο ανώτερο στάδιο ανάπτυξης το οποίο θα φέρει με την σειρά του μια νέα μεγαλύτερη καταστροφή.
Ότι κανένα σύστημα δεν γεμίζει αυτόματα το σύνολο των παραγωγικών δυνάμεων που μπορεί να χωρέσει, αλά μπορεί μέσα από πισωγυρίσματα και καταστροφές να ξαναμπεί μπροστά και να αναπτύξει ακόμα παραπέρα τις παραγωγικές δυνάμεις. Ότι όσο αυτές αναπτύσσονται, «τόσο ελαττώνονται ακόμα περισσότερο τα μέσα για προλαβαίνει νέες ακόμα μεγαλύτερες κρίσεις» άρα οι κρίσεις γίνονται ολοένα και μεγαλύτερες.
Τότε ο Ιμπεριαλισμός του Λένιν, θα κατέβει απ’ το βάθρο του ιερού ευαγγελίου που έχει τοποθετηθεί από διάφορους τσιτατολόγους, και θα πάρει την θέση που του αξίζει στην μαρξιστική φιλολογία, σαν μια ολοκληρωμένη προσπάθεια «να καθοριστεί με την ακρίβεια της φυσικής επιστήμης», η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων μιας συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου του καπιταλισμού. Αυτών των αρχών του εικοστού αιώνα.
Αν προσθέσουμε εδώ και το παραπάνω συμπέρασμα, ότι οι αγώνες των εργαζομένων δεν είναι πάντα σε ευθεία αναλογία με τις ανάγκες της υλικής βάσης, ή αλλιώς πως των ιστορικών αναγκών. Ότι η συνείδηση δηλαδή, καθυστερεί πάντα σε σχέση με την αντικειμενική πραγματικότητα. Παρά το γεγονός ότι η αστική τάξη, αναπτύσσοντας τα μέσα παραγωγής, γεννάει μέσα στους κόλπους της νέες και ανώτερες παραγωγικές σχέσεις, μετατρέποντας την παραγωγή, αργά αλλά σταθερά, από ατομική υπόθεση σε κοινωνική αναγκαιότητα.
Άρα με άλλα λόγια, σε κάθε στάδιο ανάπτυξης του ο καπιταλισμός, κοινωνικοποιώντας ένα βήμα παραπάνω την παραγωγή, με τον ίδιο τρόπο κοινωνικοποιεί και τις παραγωγικές δυνάμεις, διαφοροποιώντας ταυτόχρονα και τις παραγωγικές σχέσεις, γιατί η «Η αστική τάξη δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς να επαναστατικοποιεί αδιάκοπα τα εργαλεία παραγωγής, δηλαδή τις σχέσεις παραγωγής, δηλαδή όλες τις κοινωνικές σχέσεις.
Παρ όλα αυτά, ο σοσιαλισμός δεν απορρέει αυτόματα και ως δια μαγείας, μέσα απ’ το παλιό σύστημα. Κατά συνέπεια το πλαίσιο μέσα στο οποίο διεξάγει η εργατική τάξη τους αγώνες για την απελευθέρωση της και της κοινωνίας ολόκληρης, είναι αρκετά πιο σύνθετο.
Και εδώ γεννάται αβίαστα το ερώτημα. Σε πιο σημείο βρισκόμαστε σήμερα; Ο καπιταλισμός έχει αναπτύξει ΟΛΕΣ τις παραγωγικές δυνάμεις που μπορεί να χωρέσει; Σ’ Αυτό το ερώτημα, καθαρά θεωρητικό, μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε για τις δυνατότητες ανάπτυξης τους μετά από μιας μεγάλης κλίμακας καταστροφής, γι’ αυτό αφήνουμε την ιστορία να το απαντήσει.
Αυτό όμως που εμείς εδώ πρέπει να απαντήσουμε με «επιστημονική ακρίβεια», είναι: πιο είναι το μέγεθος της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων που έχει πραγματοποιηθεί, έναν αιώνα τώρα μετά από την εποχή του Λένιν, και την μορφή και το χαρακτήρα διάρθρωσης τους. Με άλλα λόγια να κάνουμε σήμερα αυτό που έκανε ο Λένιν στην εποχή του. Με την δυνατότητα που μας δίνει η Μαρξιστική μέθοδος ανάλυσης, να απαντήσουμε σε πιο σημείο βρίσκεται σήμερα η συγκεντροποίηση της βιομηχανικής παραγωγής και των τραπεζών.
Τι χαρακτήρα έχουν σήμερα οι συγχωνεύσεις. Εξακολουθούν να λειτουργούν κατά τεκμήριο μέσα στα πλαίσια του έθνους κράτους, προστατευμένες από τα όρια των εθνικών συνόρων και του προστατευτισμού, όπως στις αρχές του εικοστού αιώνα, η έχουν πάρει ένα υπερεθνικό χαρακτήρα καταργώντας τα σύνορα, με την μορφή των οικονομικών δεσμεύσεων.
Τα τραστ και τα καρτέλ είναι τα ίδια ή σπάζοντας τα σύνορα, στην πραγματικότητα καταργώντας τα, έγιναν πολυεθνικές επιχειρήσεις. Τι χαρακτήρα έχει σήμερα η εξάρτηση των πιο αδύνατων εθνών κρατών απ τα ισχυρότερα καπιταλιστικά κράτη. Η αποικιοκρατία, ο έλεγχος και η εκμετάλλευση δηλαδή των κατακτημένων εδαφών, γίνεται ακόμα με την μορφή της στρατιωτικής κατοχής όπως τον δέκατο ένατο αιώνα και η οποία κράτησε μέχρι τα μέσα σχεδόν του εικοστού αιώνα, ή έχει διαφοροποιηθεί και τη μορφή έχει πάρει στην εποχή μας.
Μέσα σ’ αυτό το ζόφο που έχει σκεπάσει στις μέρες μας τις παγκόσμιες σχέσεις, στο αδιέξοδο και την κρίση της παγκόσμιας οικονομίας, η κρίση υπερπαραγωγής πλούτου σήμερα έχει ρίξει τον καπιταλισμό για άλλη μια φορά, έτσι γενικός και αορίστως σε μια «δομική κρίση»; η αντίθετα έχουμε μπει ξανά σε μια περίοδο όπου τεράστιες ποσότητες περισσέματος παραγωγικών δυνάμεων κεφαλαίου και εργασίας περισσεύουν και πρέπει να καταστραφούν. Και εδώ είναι που μπαίνει ξεκάθαρα σε μας σήμερα το ζήτημα.
Πως πραγματοποιούνται σήμερα οι όροι ξεπεράσματος της κρίσης; Με πιο τρόπο σήμερα καταστρέφονται οι παραγωγικές δυνάμεις; Σε τι βαθμό κατακτούνται νέες αγορές; Πως εκμεταλλεύονται και με τι τρόπο τις παλιές; Παραπάνω προσπάθησα να απαντήσω όσο πιο διεξοδικά μπορούσα με τα ζητήματα αυτά, ελπίζοντας να συμβάλω έστω και ελάχιστα στην κατανόηση τους. Εδώ δυο τρία παραδείγματα.
Όπως σημειώνω στην αρχή και αναλύω στο κεφάλαιο διαλύσεις κρατών, μια απ’ τις μορφές που παρουσιάζεται σήμερα η κρίσης στην παγκόσμια σκακιέρα είναι η διάλυση κρατών με πολεμικά μέσα. Παράδειγμα Γιουγκοσλαβία, Ιράκ, Λιβύη, και όχι μόνο.
Κράτη, που για αρκετά χρόνια πριν, είχαν μια ισχυρή κεντρική διοίκηση και εξουσία, συνοδευόμενη από μια ισχυρή, κεντρικά διοικούμενη και ακμάζουσα οικονομία. Στα κράτη αυτά, μετά τις πολεμικές επεμβάσεις, καταστράφηκαν ολοσχερώς οι παραγωγικές τους δυνάμεις τόσο, όσο να μην μπορέσουν ποτέ πια στο άμεσο μέλλον να αποκτήσουν την οικονομική δύναμη που είχαν πριν την διάλυση τους και ταυτόχρονα όλες οι πλουτοπαραγωγικές πηγές τους να περάσουν με ένα βίαιο τρόπο στα χέρια των πολυεθνικών εταιριών των νικητών.
Και ακόμα, οι εναπομείνασες αγορές, μετά την καταστροφή της παραγωγικής τους βάσης, να μοιραστούν και αυτές λάφυρο στα νύχια των πολυεθνικών ελέγχοντας την εσωτερική τους αγορά με τα προϊόντα τους.
Το δεύτερο παράδειγμα έχει να κάνει με την κρίση χρέους και το παράγωγο της, την δημοσιονομική προσαρμογή που επιβλήθηκε μετά το ξέσπασμα την κρίσης ιδιαίτερα στην Ε.Ε. Ενώ έσπρωξαν τα κράτη, τις εταιρίες και τους ιδιώτες, για να στηρίξουν την ζήτηση, να βουλιάξουν στα χρέη, τώρα οι πολυεθνικές των τραπεζών, τους επιτίθενται για την αποπληρωμή αυτών των χρεών, σκοτώνοντας την ζήτηση.
Το πρώτο που θα πρέπει να παρατηρήσουμε για όλες τις χώρες που μπαίνουν στην τανάλια της κρίσης χρέους, με εργαλείο το ΔΝΤ, την παγκόσμια τράπεζα ή τις «συμβουλές» του ΟΟΣΑ, είναι ότι είτε μένουν, πχ Ελλάδα είτε, βγαίνουν από τις διεθνείς συμφωνίες δανεισμών, που έχουν υπογράψει, πχ Ιρλανδία, ένα είναι σίγουρο.
Θα παραμείνουν για ένα αόριστα μεγάλο διάστημα, σε μια ασφυκτική οικονομική «προστασία» και έλεγχο από τους τραπεζικούς κολοσσούς. Κάτω απ’ αυτόν τον έλεγχο, όλες αυτές οι χώρες καλούνται να πληρώνουν αυτήν τη πολιτική «προστασία» μαζί με τα πανωτόκια και τα ληστρικά δάνεια που τους επέβαλαν, σε ένα απροσδιόριστο βάθος χρόνου, μεταφέροντας το σύνολο της συσσωρευμένης και παραγόμενης υπεραξίας στα ταμεία των τραπεζών μετατρέποντας τα άχρηστα ομόλογα σε εμπράγματες αξίες.
Και αυτό με αντίτιμο την καταστροφή της παραγωγικής τους βάσης και ενέχυρο όλη την κρατική εταιρική και ιδιωτική τους περιουσία. Με ένα σαφάρι φόρο-νόμους, που γράφτηκαν απ’ τα επιτελεία και τις εταιρίες των δανειστών και τους οποίους τους επιβάλλουν καταναγκαστικά πάνω από τους εθνικούς νόμους και τα συντάγματα των κρατών, οδηγούν την εθνική τους παραγωγή, στην διάλυση.
Με περικοπές δημοσίων δαπανών, με αναγκαστικά ξεπουλήματα δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας, ξεθεμελιώνουν τις οικονομίες τους, οδηγώντας τες στην ύφεση, και κατ’ επέκταση στο κλείσιμο βίαια μιας σειράς εθνικών βιομηχανιών. Έτσι, ένα μεγάλο μέρος των παραγωγικών τους δυνάμεων καταστρέφονται και ένα μεγάλο μέρος της εσωτερικής τους αγοράς, μην μπορώντας να αντέξει τον ανταγωνισμό των πολυεθνικών, περνάει στον έλεγχο τους.
Να λοιπόν πως πραγματοποιείται σήμερα, ταυτόχρονα, η καταστροφή των παραγωγικών δυνάμεων και η εκμετάλλευση πιο βαθιά των παλιών αγορών, ή με άλλα λόγια, ο έλεγχος και το ξαναμοίρασμα των αγορών.
Σ αυτό το ιστορικό στάδιο ανάπτυξης μέσα στο οποίο παραγωγικές δυνάμεις αισθάνονται ξανά για άλλη μια φορά δέσμιες μέσα στα πλαίσια των αστικών σχέσεων παραγωγής και έρχονται σε σύγκρουση με τις παραγωγικές σχέσεις. Μέσα σ αυτόν τον ορυμαγδό της καταστροφής, Μια μαγική λέξη ταλανίζει το τελευταίο διάστημα τη ζωή μας. Η λέξη «ανάπτυξη».
Παρουσιάζεται παντού και πάντα, σε κάθε δημόσια συζήτηση, σε κάθε οικονομική ανάλυση, σε κάθε άρθρο. Στα μέσα μαζικής ενημέρωσης είναι στα χείλη όλων των τηλεοπτικών σταρ. Η ανάπτυξη σαν μια νέα πανάκεια παρουσιάζεται παντού σε όλες τις αποχρώσεις της. Και αυτό γιατί οι άνθρωποι κρίνουν τις πράξεις τους με την ιδέες που έχουν που μέσα σ αυτές έχουν γεννηθεί και έχουν εκπαιδευτεί, και όχι με την ανάλυση της «ύπαρξης και των αντιφάσεων της υλικής ζωής» μέσα στην οποία ζουν και δρουν. Και αυτό γιατί συνείδηση των ανθρώπων που διεξάγουν αυτή την σύγκρουση δεν είναι απαραιτήτως ταυτόσημη με τις αντιφάσεις της υλικής ζωής.
Διάφορες σχολές αστών και ρεφορμιστών οικονομολόγων ασχολούμενοι με τα ζητήματα αυτά, παραθέτουν διάφορες θεωρίες. Ανεξάρτητα απ’ τις διαφοροποιήσεις τους, στο ζήτημα της δυνατότητας ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων σήμερα, όλες τους καταλήγουν αβίαστα στο ίδιο συμπέρασμα. ΝΑΙ, μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη, με την διαφορά ότι μόνο η δική τους θεωρία, ο δικός τους τρόπος διαχείρισης είναι ικανός να την πραγματοποιήσει.
Παραθέτουν μια σειρά από νούμερα για να αποδείξουν πως μπορεί να πραγματοποιηθεί, αγνοώντας τρία στοιχεία τα οποία είναι συστατικός παράγοντας της κρίσης. Την διαχρονική στασιμότητα και μείωση των παγίων επενδύσεων, την συνεχή αύξηση της ανεργίας και την μείωση της κατανάλωσης σε παγκόσμια κλίμακα. Αγνοούν το πιο σημαντικό απ όλα. Την υπερβάλλουσα παραγωγική δυναμικότητα
Οι αστικοδημοκρατικές εκδοχές της, με μια ιερή κατάνυξη αναφέρονται σ’ αυτήν, (την ανάπτυξη) περιμένοντας να βρέξει «ξένες» επενδύσεις, όπως οι εβραίοι στην έρημο ξεπείνασαν περιμένοντας να βρέξει το «μάνα εξ ουρανού».
Ο ρεφορμισμός, και ιδιαίτερα ο κυβερνητικός ρεφορμισμός, κατακαίγοντας τα πάντα γύρω του σαν ηλιακή καταιγίδα, διαλύοντας τις παραγωγικές δυνάμεις, ξεπουλώντας όλα τα περιουσιακά στοιχεία του δημοσίου των εταιριών και των ιδιωτών, χρησιμοποιώντας μεγαλόστομες φράσεις για να καλύψουν την καταστροφή γύρο τους, περιφέρονται στις δημόσιες παρουσίες τους σαν διχασμένες προσωπικότητες, συγκρουόμενοι μεταξύ λόγων και έργων, καταλήγουν να συμπεριφέρονται σαν άτομα που χρίζουν ψυχιατρικής παρακολούθησης.
Χρησιμοποιούν στους λόγους τους φράσεις κενές χωρίς κανένα περιεχόμενο, απευθύνονται στο συλλογικό θυμικό των εργαζομένων τάξεων μιλώντας ότι αγωνίζονται για το «μεγάλωμα της πίτας» η οποία μόνο αυτή μπορεί να μας δώσει πλούτο την στιγμή που ξεπουλάνε τον υπάρχοντα, μιλούν για «ανασυγκρότηση του κράτους» τη στιγμή που το έχουν παραδώσει δέσμιο στις πολυεθνικές τράπεζες, και την «σωτηρία του έθνους», σαν η επίκληση του έθνους από μόνη της, μπορεί να κρύψει το ξεγύμνωμα κάθε εθνικής αξιοπρέπειας πουλώντας την κοψοχρονιά στους δανειστές.
Αποδέχονται χωρίς να ντρέπονται, ότι το σύστημα βουτηγμένο στην προϊούσα σήψη, μπορεί να δώσει λύσεις αρκεί να έχεις …να δημιουργήσεις ένα αναπτυξιακό πρόγραμμα, σαν οι οικονομικές ελίτ παγκόσμια να περιμένουν αυτά τα προγράμματα σαν μάνα εξ ουρανού και όπου πέφτει να τρέξουν να επενδύσουν.
Και οι σεχταριστές; Προτείνουν «ανασυγκρότηση της οικονομίας» μπερδεύοντας τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής με ένα αόριστο «σοσιαλιστικό» εθνικό τρόπο ανασυγκρότησης, σαν να μπορούν, σε μια εποχή υπέρ διεθνοποιημένης ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, έθνη κράτη ακόμα και με ανεπτυγμένες παραγωγικές δυνάμεις να ξεπεράσουν την κρίση μέσα στα όρια του έθνους κράτους.
Πόσο μάλλον κράτη με κατεστραμμένη την παραγωγική βάση
Ένα ερώτημα ανακύπτει αβίαστα απ’ τα παραπάνω. Πια είναι η διαφορά ανάμεσα σε ένα αστό πολιτικάντη, ένα ρεφορμιστή και ένα κεντριστή στις μέρες μας: καμιά.
Ένας «δεξιός» και ένας «αριστερός» όπως θέλουν να αυτοαποκαλούνται, ο Βενιζέλος και ο Τσακαλώτος ο Σαμαράς και ο Τσίπρας παράδειγμα, πιστεύουν ακράδαντα ότι ανάπτυξη μπορεί να υπάρξει, οι παραγωγικές δυνάμεις δηλαδή μπορούν να αναπτυχθούν. Η διαφωνία τους βρίσκεται στο τρόπο που μπορεί να πραγματοποιηθεί.
Εν τω μεταξύ και οι δυο χρησιμοποιούν την ίδια δοκιμασμένη μέθοδο. Αυτήν της καταστροφής. Ένας κεντριστής μπορεί να διαφωνήσει μαζί τους στο ότι μπορεί οι παραγωγικές δυνάμεις να μην αναπτύσσονται, αλλά οι καπιταλιστές έχουν ένα όπλο για να τις εκφοβίσουν και να τις κάνουν εκών άκων να αναπτυχθούν. Αυτό της συμπίεσης του εργατικού μισθού. Σε τι ποσό όμως και σε τι ποσοστό πρέπει να συμπιεστεί ο εργατικός μισθός για να ξεπεραστεί η κρίση, δεν μας το έχουν προσδιορίσει ακόμα
Όπως σημειώνω και παραπάνω, όλες οι τεχνικές οι οποίες εφαρμόστηκαν, δεν αναχαίτισαν την κρίση, αντίθετα αυτή ολοένα και βαθαίνει. Όλοι σχεδόν οι οικονομικοί αναλυτές βεβαιώνουν καθημερινά το οικονομικό αδιέξοδο των ΗΠΑ, την επικείμενη διάλυση του ευρώ και την τεράστια φούσκα στους τίτλους αξιών κάθε είδους, που πρόκειται να σκάσει σύντομα και για την οποία δεν υπάρχει αντίδοτο, καθώς όλα τα οικονομικά εργαλεία που είχε στην διάθεση του το σύστημα, χρησιμοποιήθηκαν για την διάσωση των οικονομιών από την φούσκα του 2008 και πλέον έχουν εξαντλήσει την δυναμική τους.
Η παγκόσμια οικονομία, στο επόμενο διάστημα, θα συνεχίσει να κινιέται με ρυθμούς επιβράδυνσης, χωρίς να συνοδεύεται πια απο το περίπλοκο σύστημα της προηγουμένης περιόδου στηριγμένο στην βιομηχανία, αυτό του μηδενικού αθροίσματος, όταν η μια οικονομία, η ομάδα οικονομιών μετά την άλλη, υποχρεώνονταν να σηκώσει το βάρος της υπερπαραγωγής, για να διασωθεί στην συνέχεια απ την συνδυασμένη δράση ων υπόλοιπων κυρίαρχων οικονομιών, και οι οποίες απλά φόρτωναν το βάρος σε κάποια άλλη οικονομία ανοίγοντας έτσι το δρόμο για νέες ανωμαλίες.
Σήμερα η τεχνική του μηδενικού αθροίσματος έχει σταματήσει να λειτουργεί και η μια κυρίαρχη οικονομία στρέφεται εναντίων της άλλης σε ένα ανελέητο εμπορικό πόλεμο, βάζοντας δασμούς και ορθώνοντας προστατευτικά τείχη γυρίζοντας στην εποχή του 19ου αιώνα και την περίοδο του μεσοπολέμου. Εποχές που προετοίμαζαν τον πρώτο και τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
Η κατάσταση αυτή θερμαίνοντας στο έπακρο τις διεθνείς σχέσεις τις φέρνει πιο κοντά σε μια παγκόσμια καταστροφή κάνοντας το σύνθημα «σοσιαλισμός η βαρβαρότητα» για άλλη μια φορά παραπάνω από επίκαιρο.