Οι πρώτες αντιδράσεις
Αμερική
Αντιδρώντας μετά το πρώτο σοκ η Αμερικάνικη πολιτική ηγεσία και για να σταματήσει την πτώση της κατανάλωσης, την αύξηση της ανεργίας, την απότομη πτώση της παραγωγής, και την τρομαχτική αύξηση της φτώχειας, έκανε μια απότομη στροφή στην μέχρι τότε οικονομική της πολιτική, σταματώντας την επιδότηση της παγκόσμιας οικονομίας με την πολιτική του ανατιμημένου δολαρίου. Στην αρχή, πίστεψε ότι η άσκηση πίεσης με πολιτικούς όρους στους βασικούς αντιπάλους της, ιδιαίτερα της ανατολής, για ανατίμηση των νομισμάτων τους θα είχε αποτέλεσμα. Αυτό βέβαια ήταν αδύνατον να γίνει, γιατί ακριβώς πάνω σ’ αυτή την πολιτική στηρίχτηκε όλη την προηγούμενη περίοδο το άρμα της παγκόσμιας επέκτασης και ιδιαίτερα του Κινέζικου θαύματος.
Με την ανάπτυξη της κρίσης και μετά την πώληση της Bear Stearns σε εξευτελιστική τιμή στην J.P. Morgan το Μάρτιο του 2008, η διεθνής αγορά έδειχνε να έχει μπει σε μια δίνη. Το Σεπτέμβριο του 2008, η αμερικανική κεντρική τράπεζα προσέφερε έκτακτη οικονομική ενίσχυση 85 δισεκατομμυρίων δολαρίων στην ασφαλιστική εταιρεία AIG, προκειμένου να αποτρέψει την κατάρρευσή της.
Ο αμερικανικός κολοσσός Lehman Brothers κήρυξε πτώχευση, προκαλώντας αναστάτωση στην κυβέρνηση των ΗΠΑ. Τον ίδιο μήνα, η Merrill Lynch εξαγοράστηκε από την Banc of America. Ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους πρότεινε την άμεση ενίσχυση της ρευστότητας των τραπεζών για τη διάσωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, πριν πληγεί περαιτέρω η οικονομία της χώρας, ενώ παράλληλα, εξαγοράζονται, οι Fannie Mae και Freddie Mac πιστωτικά ιδρύματα για στεγαστικά δάνεια.
Οι εξελίξεις διαδέχονταν η μία την άλλη, με την ανακοίνωση για λουκέτο στη Washington Mutual. Για άλλη μια φορά η αμερικάνικη κυβέρνηση φαίνεται να κατρακυλάει στον κεϊνσιανό κρατισμό. Αυτό εξέπληξε αρχικά ευχάριστα τα χρηματιστήρια, ενώ αντιδράσεις διατυπώνονταν από τους Αμερικανούς πολίτες για το φόβο ότι το φορολογικό βάρος που προέβλεπε το σχέδιο Πόλσον θα πέσει στην πλάτη τους.
Την άποψη αυτή συμμερίστηκε στην αρχή το Κογκρέσο, καταψηφίζοντας το σχέδιο κρατικής ενίσχυσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για αγορά των λεγόμενων “τοξικών ομολόγων” με δημόσιο χρήμα. Τα χρηματιστήρια αντικατόπτρισαν την απαισιοδοξία της αγοράς στους δείκτες τους, σημειώνοντας νέα πτώση.
Η επείγουσα κατάσταση δεν έδινε και μεγάλα περιθώρια ελιγμών στην Αμερικάνικη πολιτική ηγεσία για πολιτικές συμφωνίες και μια σειρά μέτρα πάρθηκαν επειγόντως για την αντιμετώπιση της κατάστασης πριν αυτή συμπαρασύρει τα πάντα στο πέρασμά της.
Η μετακύλιση της κρίσης στις πλάτες των φορολογουμένων ήταν μονόδρομος. Μερικά από τα πρώτα μέτρα τον πρώτο χρόνο κιόλας ήταν, άμεση ψήφιση του σχεδίου Πόλσον για την εξαγορά τοξικών ομολόγων, αύξηση κατά 600 περίπου δις δολάρια των δημοσίων επενδύσεων και κατά 450 περίπου δις της επιδότησης εργασίας προσπαθώντας να βάλει φρένο στην αύξηση της ανεργίας και να δώσει ώθηση στην εσωτερική παραγωγή.
Ταυτόχρονα, πέρασε με νόμο τη δυνατότητα αύξησης του δημόσιου χρέους από 11 σε 13 τρις δολάρια και μηδένισε, πάλι με νόμο, για δύο χρόνια τα επιτόκια χορηγήσεων από την κεντρική τράπεζα, ελπίζοντας να δώσει ώθηση σε επενδύσεις παγίου κεφαλαίου και αλλαγή του παλιού κεφαλαιακού εξοπλισμού με νέο υψηλής τεχνολογίας, ελπίζοντας να δημιουργηθούν συνθήκες ανταγωνισμού στην αμερικάνικη οικονομία.
Το σημαντικότερο όμως ήταν το τύπωμα και η κυκλοφορία 3 τρις φρέσκου χρήματος καθιστώντας έτσι το δολάριο ένα από τα φθηνότερα νομίσματα, ελπίζοντας σε μια ενίσχυση των εξαγωγών και ενισχύοντας με αυτή τους την απόφαση έμμεσος το πανίσχυρο χρηματοπιστωτικό της σύστημα να απλώσει τα δίχτυα του ακόμα περισσότερο στο παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα.
Όλα αυτά τα μέτρα, παρότι δεν κατόρθωσαν να καταστήσουν το δολάριο φτηνότερο απ το κινέζικο γουάν, ενώ υποτιμήθηκε έναντι του ευρώ, παρόλα αυτά κατόρθωσαν να μειώσουν την δυνατότητα, ιδιαίτερα των χωρών της ανατολικής Ασίας να συνεχίσουν να είναι ανταγωνιστικοί και να τροφοδοτούν με τα προϊόντα τους την αμερικάνικη κατανάλωση μέσω της αγοράς τίτλων, αξιών και περιουσιακών στοιχείων εκφρασμένων σε δολάρια, ωθώντας την αμερικάνικη οικονομία σ’ ένα σπιράλ εύκολου πλουτισμού μέσω της αύξησης των τιμών των περιουσιακών στοιχείων.
Η Αμερική, αποδυναμωμένη βιομηχανικά όλη την προηγούμενη δεκαετία, έχοντας ένα ανατιμημένο νόμισμα σε σχέση με μια σειρά νότιοασιατικές χώρες και ιδιαίτερα με την Κίνα, είχε εγκαταλείψει απ, τα μέσα της δεκαετίας του 1990 ντε φάκτο την προσπάθεια να σώσει την βιομηχανία της. Αυτό το είχαν αναθέσει θεωρητικά στις παγκοσμιοποιημένες της τράπεζες και στις εγκατεστημένες εξ ολοκλήρου στο εξωτερικό πολυεθνικές τους βιομηχανίες.
Αυτό όμως αποδυνάμωνε το βιομηχανικό εμπορικό της ισοζύγιο απέναντι στους κύριους βιομηχανικούς αντιπάλους της, ιδιαίτερα της ανατολικής Ασίας, αλλά και της ευρωζώνης, και ενίσχυε τις εξαγωγές των χωρών που ήταν εγκατεστημένες οι πολυεθνικές.
Ταυτόχρονα έχοντας τον το πιο ανεπτυγμένο και ισχυρό χρηματοπιστωτικό σύστημα στον κόσμο και ελέγχοντας σχεδόν την πλειοψηφία των ροών του πιστωτικού χρήματος, για να το στηρίξει, επέστρεψε ξανά στον κλασικό κεϊνσιανισμό της αύξησης του δημοσίου χρέους εκτινάσσοντας το σήμερα στο αστρονομικό ποσό των 20 τρις δολαρίων.
Την ίδια στιγμή, με επιλογή των πολυεθνικών της τραπεζών, κρατώντας σε μηδενικό επίπεδο τα επιτόκια μεσοπρόθεσμων κατατεθειμένων διαθεσίμων, εφαρμόζει ξανά τον κεϊνσιανισμό του χρηματιστηρίου, τροφοδοτεί την αγορά με άφθονο χρήμα ενισχύοντας την αύξηση των περιουσιακών στοιχείων, την θεωρητική αύξηση του πλουτισμού μέσω της αύξησης των τιμών των μετοχών, συντηρώντας την παγκόσμια ζήτηση και ελπίζοντας στην αύξηση των παγίων επενδύσεων στην βιομηχανία.
Παρόλα αυτά, την στιγμή που η παγκόσμια ζήτηση εξακολουθεί να είναι πολύ πιο κάτω απ το ξέσπασμα της κρίσης του 2007, οι επιχειρηματίες προτιμούν να δανείζονται για να ξεπληρώσουν τα χρέη τους παρά να επενδύσουν σε μηχανολογικό εξοπλισμό και πρόσληψη εργατικού δυναμικού σε μια αβέβαιη αγορά.
Η μη αποδοχή των υπόλοιπων κεντρικών οικονομιών Ασίας και Ευρώπης και πάνω απ’ όλα της Κίνας, να δεχτούν να σηκώσουν το βάρος της κρίσης μεταφέροντας το στις δικές τους οικονομίες εις βάρος των εξαγωγών των βιομηχανιών τους ήταν και ο πυροκροτητής της έναρξης του εμπορικού πολέμου. Οι αντιδράσεις στην ασφυκτική πίεση που άσκησε στην συνέχεια η Αμερικάνικη εσωστρέφεια και ο ανταγωνισμός, ποικίλουν ανάλογα με τη σφαίρα επιρροής και την οικονομική πολιτική των ανταγωνιστών.
Ανατολική Ασία Κίνα
Όλη η νοτιοανατολική Ασία ιδιαίτερα η Κίνα και η Ιαπωνία, αλλά και η Ινδία, όπως και η Ρωσία βρέθηκαν απότομα χωρίς την δυνατότητα εύκολης πρόσβασης στης αγορές του βασικότερου καταναλωτή των προϊόντων τους και χωρίς μεγάλες δυνατότητες αντίδρασης.
Η δραματική και απότομη μείωση της κατανάλωσης στην Αμερική η οποία μεταφέρθηκε στην Ευρώπη αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο, μετέφερε με οξύτητα την κρίση ιδιαίτερα στις χώρες με εξαγωγικό προσανατολισμό όπως η Γερμανία, η Κίνα η Ιαπωνία αλλά και η Ινδία και έριξε την παραγωγική δυναμικότητα τους στα τάρταρα. Τα αστρονομικά ποσοστά ανάπτυξης της τάξεως του 13 και 14% στην Κίνα έπεσαν το 2009, μέσα σε ένα χρόνο, στο ισχνό ποσοστό του 7% με συνεχώς μειούμενη τάση.
Η Ιαπωνία ξαναμπήκε στο τούνελ της ύφεσης της δεκαετίας του 90 και η Ινδία τους ακολουθεί από κοντά. Η ύφεση και η από-ανάπτυξη είναι αυτό που θα ακολουθεί αυτές τις χώρες τα επόμενα χρόνια την κάθε μια με διαφορετικούς ρυθμούς. Με την προοπτική αυτή να επικάθεται σαν βραχνάς πάνω στις οικονομίες τους, θα σπρώχνονται συνεχώς σε ένα ανελέητο αγώνα επικράτησης των θέσεων τους, η και επέκτασης τους στην παγκόσμια αγορά.
Η Κίνα, είναι αλήθεια ότι έχει ακόμα μεγάλες δυνατότητες ανάπτυξης των παραγωγικών της δυνάμεων εσωτερικά. Η προσπάθεια της να στραφεί στην εσωτερική κατανάλωση με ένα μεγάλο πρόγραμμα κεϊνσιανων πολιτικών το οποίο περιλαμβάνει αύξηση δημοσίων επενδύσεων και μια σημαντική αύξηση των ημερομισθίων της τάξεως του 10% για μια τριετία 2010-12.
Η πολιτική αυτή στηρίζεται πάνω στα τεράστια πλεονάσματα της, δεν βοήθησε και πολύ ώστε να αυξήσει τόσο, τις ομολογουμένως τεράστιες καταναλωτικές ανάγκες της και να μετατρέψει μια καθαρά εξαγωγικού προσανατολισμού βιομηχανία σε εσωτερικής κατανάλωσης. Μια σειρά καταναλωτικές Αμερικάνικες και Ευρωπαϊκές βιομηχανίες όπως ένδυσης και υπόδησης, οικιακού εξοπλισμού, μικρό-εργαλείων αλλά και εξαρτημάτων αναγκαίων στην βαριά βιομηχανία που είχαν εγκατασταθεί εκεί λόγω των φθηνών ημερομισθίων, είτε μειώνουν την παραγωγή είτε εγκαταλείπουν την περιοχή αφήνοντας πίσω τους συντρίμμια.
Μετά το πρώτο σοκ, η αντίδραση της Κίνας εξελίχτηκε σε μια συντονισμένη εμπορική επίθεση σε όλο τον κόσμο. Πατώντας στα πλεονάσματα της, εξαπολύει μια εκστρατεία εξαγορών και εμπορικών συμφωνιών με την μορφή ακόμα και εξαγοράς κρατικών χρεών, έναντι πώλησης βιομηχανικών της εμπορευμάτων.
Αγοράζει λιμάνια και ιδρύει σταθμούς μεταφόρτωσης ανοίγοντας τους θαλάσσιους δρόμους του μεταξιού, και νέους χερσαίους απ’ το βορά μέσω των συμφωνιών με την Ρωσία. Η εμπορική επιθετικότητα της Κίνας, βασίζει τη επιτυχία της στην αυστηρή γραφειοκρατική σύνθεση της πολιτικής της οργάνωσης, αποτέλεσμα της γραφειοκρατίας του επαναστατικού της παρελθόντος και του απόλυτου ελέγχου και του προγραμματισμού της οικονομίας απ’ αυτή την γραφειοκρατία, αποτέλεσμα και αυτό του ίδιου παρελθόντος.
Δεν είναι άμοιρο άλλωστε, ότι το σύνολο των διευθυντών –διαχειριστών- των μεγαλύτερων διεθνών εταιριών της είναι μέλη της κεντρικής επιτροπής του κόμματος που κυβερνά σήμερα την Κίνα. Η ιδιαιτερότητα αυτή της κεντρικής πυραμιδοειδής πολιτικής οργάνωσης και ο έλεγχος στο σύνολο σχεδόν της οικονομίας και η διαχείριση που ασκεί πάνω σ αυτή είναι που την καθιστά επικίνδυνο αντίπαλο στις παγκόσμιες αγορές.
Η επιθετική αυτή εξάπλωση της Κίνας μπορεί να συγκριθεί μόνο με την μεταπολεμική εξάπλωση της αμερικάνικης οικονομίας που την επέβαλε σαν παγκόσμια οικονομική υπερδύναμη. Στοιχεία του τρόπου εξάπλωσης της κινέζικης οικονομίας θα συναντήσουμε και παρακάτω.
Η Ιαπωνία, βουτηγμένη στην ύφεση για πάνω 10 χρόνια πριν ακόμα την εκδήλωση της κρίσης του 08, αναγκάζεται να επιστρέψει ξανά σε κεϊνσιανες πολιτικές.
Με ένα δημόσιο εξωτερικό χρέος πάνω από 250% του ΑΕΠ προσπαθώντας να εξυπηρετήσει το αυξημένο πρόγραμμα δημοσίων δαπανών που αποφάσισε, ιδιαίτερα μετά τον καταστροφικό σεισμό και για να αποφύγει την παγίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – της αύξησης των επιτοκίων δανεισμού λόγω του τεράστιου χρέους – καταφεύγει στον υποχρεωτικό εσωτερικό δανεισμό ελπίζοντας να πετύχει το διπλό θαύμα. Να αποφύγει την αύξηση των επιτοκίων, και να πετύχει μέσω του εικονικού πλουτισμού από την αγορά ομολόγων του δημοσίου, να ενισχύσει την κατανάλωση, αυξάνοντας συνεχώς το δημόσιο χρέος.
Αυτό που κάνει τη διαφορά είναι η προσπάθεια της Κίνας να επιβάλει νέους κανόνες στην παγκόσμια αγορά. Στα τέλη του 2011 μια συμφωνία υπογράφηκε μεταξύ Κίνας και Ιαπωνίας Ινδίας – ακολουθώντας το παράδειγμα των χωρών της ΜΠΡΙΚ –να σταματήσουν τις μεταξύ τους εμπορικές συναλλαγές, όχι μόνο διακρατικές αλλά και ιδιωτικές, σε δολάρια, μειώνοντας με αυτό τον τρόπο το κόστος των συναλλαγών τους, εξοστρακίζοντας το δολάριο απ τις μεταξύ τους συναλλαγές.
Το 2012 μια τεράστια συμφωνία ύψους 400 δις αγοράς αερίου με την Ρωσία κλίστηκε με τον ίδιο τρόπο συναλλαγής. Το 216 ίδρυσε την αναπτυξιακή τράπεζα του νοτίου ειρηνικού χρηματοδοτώντας τις χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας και του ειρηνικού με άφθονο και φθηνό χρήμα παρακάμπτοντας την παγκόσμια τράπεζα και ΔΝΤ.
Το 2017 η κίνα ίδρυσε χρηματιστήριο αγοράς πώλησης πετρελαίου με νόμισμα το γουάν συνδεδεμένο με ρήτρα χρυσού, εξοστρακίζοντας το δολάριο απ την κυριότερη αγορά, αυτή του πετρελαίου, και επιβάλλοντας το γουάν ντε γιούρε παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα.
Είδη, από φέτος, όλες οι αγορές πετρελαίου της Κίνας για την κάλυψη των αναγκών της περνούν απ’ αυτό το χρηματιστήριο. Μια σειρά χώρες που είναι στο μαυροπίνακα της αμερικάνικης πολιτικής, όπως Ιράν, Βενεζουέλα και άλλες, ξεκίνησαν συναλλαγές με αυτή την αγορά. Ακόμα, με πολιτικές αποφάσεις η Κίνα όπως και Ρωσία απαγόρευσαν οποιαδήποτε συναλλαγή εντός της επικράτειας τους με δολάρια, αναγκάζοντας ακόμα και τους ναυτικούς να καταφεύγουν στις τράπεζες για να αγοράσουν γουάν ή ρούβλια.
Η ενέργεια αυτή που ξεκίνησαν να εφαρμόζουν η Κίνα, η Ιαπωνία, η Ινδία, η Ρωσία μαζί με τις χώρες των ΜΠΡΙΚ και μια σειρά άλλες χώρες θα αποδειχτεί στην συνέχεια καθοριστική για τις περαιτέρω εξελίξεις στον παγκόσμιο ανταγωνισμό.
Η ενέργεια αυτή αμφισβητεί ανοιχτά πλέον την οικονομική παντοδυναμία της Αμερικής την εδραιωμένη μεταπολεμικά με διεθνείς αποφάσεις από τον ΟΗΕ, με αποτέλεσμα όχι να καταργήσει το δολάριο σαν νόμισμα αυτό – καθαυτό, αλλά το δολάριο σαν γενικό ανταλλάξιμο. Έτσι όλη η μεταπολεμική γεωστρατηγική ισορροπία που είχε χτιστεί πάνω σ’ αυτές τις συμφωνίες τινάζεται στον αέρα. Εάν αυτό τελικά επικρατήσει θα αποκτήσει την ίδια ιστορική αξία με την κατάργηση της συμφωνίας του Breton Woods στα μέσα της δεκαετίας του 70.
Εάν η κατάργηση του χρυσού κανόνα και το ξεκλείδωμα των νομισμάτων από την σταθερή ισοτιμία τους με το δολάριο, σηματοδότησαν το τέλος της ομαλής μεταπολιτικής εικοσιπεντάχρονης ανάπτυξης βάζοντας την παγκόσμια οικονομία στην δίνη χρηματιστηριακών αναταραχών και κερδοσκοπίας με την αγοραπωλησία νομισμάτων, έτσι και η κατάργηση του δολαρίου σαν γενικό ανταλλάξιμο θα επιφέρει πολύ μεγαλύτερες αναταραχές στο παγκόσμιο εμπόριο. Παρακάτω θα ασχοληθούμε ξανά με αυτά τα ζητήματα.
Ευρώπη
Το ξέσπασμα της κρίσης βρήκε την Ευρώπη και ιδιαίτερα την ευρωζώνη να πλέει σε νιρβάνα αυταπατών. Η κατάρρευση των ενυπόθηκων δανείων στην Αμερική έδειχνε να μην την αφορά. Όταν όμως τα ενυπόθηκα δάνεια παρέσυραν στον κατήφορο το χρηματοπιστωτικό σύστημα και τις τράπεζες που τα δημιούργησαν και τα στήριξαν, όταν ολόκληροι κολοσσοί όπως η λίμαν μπράδερς κατέρρευσαν, τότε έγινε φανερό ότι η διάχυση των τοξικών ομολόγων λόγο της αλληλεξάρτησης που επέβαλε στο παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα σε όλο τον κόσμο για την ελαχιστοποίηση του κινδύνου, ήταν πολύ μεγαλύτερη.
Στην παραγωγή δομημένων τοξικών ομόλογων αποδείχτηκε ότι δεν συμμετείχαν μόνο οι Αμερικάνικες τράπεζες αλλά και όλες οι μεγάλες κεντρικές Ευρωπαϊκές τράπεζες.
Η αλληλο-τροφοδοτούμενη συνεργασία και συγχώνευση των Ευρωπαϊκών και Αμερικανικών τραπεζών, ιδιαίτερα μετά το 95 με την επέκταση του αμερικάνικου χρηματοπιστωτικού συστήματος ήταν απόλυτη, καθιστώντας και την διάχυση του κινδύνου απόλυτη.
Τότε, κάτω απ τις οδηγίες και τις πιέσεις της κεντρικής ευρωπαϊκής τράπεζας, όπως και στην Αμερική, με διαφορετικό όμως προσανατολισμό, ξεκίνησε μια σταυροφορία διάσωσης των τραπεζών. Σε αντίθεση με τις αμερικάνικες οικονομικές αρχές οι οποίες επενέβησαν με μια νέο κεϊνσνιανή πολιτική, κρατικοποιώντας μια σειρά τράπεζες εξαγοράζοντας άλλες και σπρώχνοντας προς εξαγορές και συγχωνεύσεις άλλες που κινδύνευαν με χρεοκοπία, η κατεύθυνση της κεντρικής ευρωπαϊκής τράπεζας και των ευρωπαϊκών οικονομικών αρχών ήταν εντελώς διαφορετική.
Με ένα πακτωλό ζεστού χρήματος και εγγυήσεων οι τράπεζες έπρεπε να σωθούν από το κάθε έθνος κράτος ξεχωριστά, μεταφέροντας όλο το βάρος των χρεών των τραπεζών, στους εθνικούς τους προϋπολογισμούς διογκώνοντας μ αυτό τον τρόπο τα δημόσια χρέη.
Όπως ήταν επόμενο η ενέργεια αυτή δεν είχε το ίδιο αποτέλεσμα καταπράϋνσης της κρίσης όπως στην Αμερική και αποδείχτηκε ιστορικής σημασίας. Οι λόγοι είναι πια φανεροί. Η διόγκωση του δημόσιου χρέους έσπρωξε τις εθνικές κυβερνήσεις στην υπερφορολόγηση και την μείωση των δημοσίων δαπανών για την αποπληρωμή του. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα μια ακόμα μεγαλύτερη πτώση της κατανάλωσης και σαν συνέπεια επιδείνωσης της κρίσης.
Οι λόγοι που η κρίση λειτούργησε μ’ αυτόν τον τρόπο έχουν ένα ιστορικό παρελθόν. Είναι αναγκαίο να ρίξουμε μια μικρή ματιά στην ιστορία .
Μετά τον πόλεμο, με την συμφωνία άνθρακος και χάλυβος το 52, η Ευρωπαϊκή οικονομική ελίτ συνεπικουρούμενη απ’ την τότε τρομοκρατημένη με το φάντασμα του κομουνισμού πολιτική ελίτ, καλυμμένη πίσω απ το σύνθημα «όχι πια πόλεμος», έβαλαν τις βάσεις να χτίσουν αργά αλλά σταθερά μια ανεξάρτητη οικονομία έναντι της πολιτικής.
Οι πράξεις αυτές, χωρίς τότε να έχουν την γνώση των επιπτώσεων που θα είχαν για το μέλλον του συνόλου της Ευρώπης, είχαν καταλυτική συνέπεια για τις μελλοντικές εξελίξεις. Αρχής γενομένης από την θεσμοθέτηση της καρτελοποίησης της παραγωγής χάλυβα, την ίδρυση της ΕΟΚ και της ΕΕ στην συνέχεια, για να καταλήξει στο τερατούργημα της ευρωζώνης, όλες οι πράξεις αυτές ήταν συνέχεια και συνέπεια της συμφωνίας του 52.
Ήταν στην πράξη η θεσμοθέτηση της δικτατορίας της οικονομίας και των τραπεζών ιδιαίτερα, όχι στην πολιτική γενικά, αλλά πάνω στα έθνη κράτη και την εθνική τους κυριαρχία ιδικά. Με άλλα λόγια στράφηκαν ενάντια στην καρδιά του αστικού έθνους κράτους, όπως αυτό είχε γεννηθεί και αναπτυχθεί στην κοιτίδα του, την Ευρώπη.
Ταυτόχρονα καθιστώντας τις τράπεζες κυρίαρχες στην λειτουργία της οικονομίας, μετά την ίδρυση της ΟΝΕ, αυτό καθόρισε και τον έλεγχο τους πάνω στο σύνολο της βιομηχανικής παραγωγής. Με την εφαρμογή ενιαίου νομίσματος σε μια σειρά χώρες, χωρίς πολιτική ενοποίηση, χωρίς εφαρμογή ενιαίας οικονομικής πολιτικής, χωρίς ενιαία νομική κάλυψη και πάνω απ όλα χωρίς ενιαία στρατιωτική υπεράσπιση του νομίσματος, κατέληξε το νόμισμα να γίνει ένα όργανο έξω και υπεράνω των οικονομικών αναγκών των εθνών κρατών.
Οι λόγοι που δεν έγιναν όλα τα παραπάνω έχουν μια ιστορική αξία, που δεν είναι της ώρας να αναφερθούμε εδώ. Όπως ήταν επόμενο όλα τα παραπάνω για την υπεράσπιση και την εύρυθμη λειτουργία ενός υπερεθνικού νομίσματος τα φόρτωσαν στις πλάτες των ανεξάρτητων εθνών κρατών.
Έτσι ενώ φαινομενικά τα έθνη κράτη είχαν την «ελευθερία» εφαρμογής εθνικής οικονομικής πολιτικής, καθιστώντας την ΚΕΤ ανεξάρτητο όργανο και προικοδοτώντας την με το εκδοτικό δικαίωμα, αφαίρεσαν απ τον εαυτό τους κάθε δυνατότητα εφαρμογής νομισματικής πολιτικής. Έτσι ο κλασικός ανταγωνισμός μέσα στους κόλπους των εθνικών αστικών τάξεων μεταφέρθηκε στους προθαλάμους των Βρυξελλών όπου συγχρωτιζόταν οι υπάλληλοι των πολυεθνικών εταιριών, με αποκορύφωμα τις ραδιουργίες των ισχυρότερων κρατικών τραπεζών για τον έλεγχο της κεντρικής τράπεζας.
Η συνθήκη του Μάαστριχ και στην συνέχεια της Λισαββόνας ήταν το επιστέγασμα της ανεξαρτησίας της ΚΕΤ. Όπως ήταν επόμενο η λειτουργία αυτού οικοδομήματος στηριζόταν σε μια σειρά αντιφάσεις οι οποίες απ τη φύση τους γεννούσαν εσωτερικές συγκρούσεις και διαφωνίες. Οι εθνικοί νόμοι και τα συντάγματα ερχόταν σε σύγκρουση με τους νόμους που γεννούσε το ευρωπαϊκό δίκαιο, τα εθνικά σύνορα ερχόταν σε σύγκρουση με ύπαρξη του υπερεθνικού οργανισμού, ιδιαίτερα δε, η στρατιωτική υπεράσπιση όλου αυτού του μηχανισμού ανατέθηκε σε ένα ξένο υπερεθνικό μηχανισμό, στον οποίο όχι μόνο συναποφάσιζαν αλλά και έλεγχαν άλλοι έξω απ την Ευρωπαϊκή Ένωση. Όπως καταλαβαίνουμε όλο αυτό το κατασκεύασμα ήταν έξω και πέρα απ την κλασική αστική ίδρυση ομοσπονδιακών κρατών όπως των ΗΠΑ για παράδειγμα.
Σαν συνέπεια, παράλληλα με την δικτατορία των τραπεζών που οικοδομούσαν και για την υπεράσπιση αυτής της δικτατορίας, αντί να προχωρήσουν σε μια μορφή ομοσπονδοποίησης των κρατών με ενιαίο νόμισμα, άφησαν τα έθνη κράτη στην θεωρητική τους ανεξαρτησία.
Την ίδια στιγμή όμως, καταργώντας την εναπομείνασα εφαρμογή ανεξάρτητης οικονομικής πολιτικής μετέτρεψαν τις κυβερνήσεις τους σε ιμάντες μεταβίβασης των αποφάσεων ενός ανεξέλεγκτου γραφειοκρατικού μηχανισμού καταργώντας έτσι και την λειτουργία της εθνικής αστικής δημοκρατίας, μεταφέροντας την στο συμβούλιου των επιτρόπων.
Ένα διορισμένο όργανο το οποίο δεν είναι υπόλογο ούτε και σ’ αυτό το κατασκεύασμα ενός τυπικού κοινοβουλίου που έστησαν για το συντονισμό της ενιαίας ευρωπαϊκής πολιτικής απ το οποίο όμως αφαίρεσαν κάθε δυνατότητα ελέγχου των πράξεων και των αποφάσεων αυτού του οργάνου και πάνω απ όλα των αποφάσεων της ΚΕΤ.
Οι εκλογές στα έθνη κράτη, όπως και οι ευρωεκλογές μετατράπηκαν σε παρωδία ακόμα και αυτής της αστικής δημοκρατίας και χρησιμοποιήθηκαν για την εκτόνωση λαϊκών αντιδράσεων. Οι αποφάσεις αυτού του γραφειοκρατικού τέρατος έχουν την υποχρεωτική ισχύ νόμου για τα έθνη κράτη μετατρέποντας τις κυβερνήσεις των εθνών κρατών σε υποβολείς των αποφάσεων και εξαγορασμένες μαριονέτες στα χέρια οικονομικών και τραπεζικών λόμπις.
Τα εξάμηνα συμβούλια των αρχηγών κρατών απλώς επικυρώνουν τις αποφάσεις αυτής της γραφειοκρατίας δίνοντας κύρος και ενισχύοντας τη θέση της. Αυτό είχε σαν συνέπεια η προοδευτική εξάλειψη της εθνικής κυριαρχίας και η μεταβίβαση των αποφάσεων στο διευθυντήριο των Βρυξελλών, να εξαλείφει προοδευτικά και την δυνατότητα των εθνικών αστικών τάξεων να χαράζουν ανεξάρτητη εθνική πολιτική.
Χάνοντας τον έλεγχο των αποφάσεων του κράτους, έχασαν και την δυνατότητα να καθορίζουν και να χαράζουν ανεξάρτητη εθνική πολιτική για την υπεράσπιση των ανεξάρτητων εθνικών τους συμφερόντων, εντάσσοντας τα στα πολυεθνικά συμφέροντα των πολυεθνικών εταιριών και των τραπεζών.
Μέσα σ αυτό το σκηνικό, Η διάχυση της χρηματοπιστωτικής κρίσης στις Ευρωπαϊκές τράπεζες βρήκε όλη την ΕΕ απροετοίμαστη, και την ευρωζώνη με την θηλιά στο λαιμό σαν αποτέλεσμα της παγίδας που είχε στήσει με ένα μη ελεγχόμενο πολιτικά νόμισμα.
Ένα νόμισμα, έξω απ τον έλεγχο μιας κεντρικής κυβέρνησης, αλλά και έξω απ τον έλεγχο των εθνών κρατών. Ένα νόμισμα εξαρτώμενο μόνο απ’ τις αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου και του διοικητή της κεντρικής τράπεζας.
Η θεσμοθέτηση μάλιστα και η αποδοχή αυτού του ελέγχου από τα έθνη κράτη τα αποστέρησε από την δυνατότητα επέμβασης την κρίσιμη στιγμή. Η απαγόρευση κοπής χρήματος σε συνδυασμό με την έλλειψη ρευστότητας ιδιαίτερα σε ένα ακριβό νόμισμα είναι ένα εξόχως εκρηκτικό μίγμα.
Όταν τα έθνη κράτη αποτάθηκαν για δανεισμό στις τράπεζες (τις περιβόητες αγορές όπως τις αποκαλούν), τις οποίες προσπαθούσαν να σώσουν και να καλύψουν τα ελλείμματα τους που δημιουργούσε η σωτηρία των ίδιων τραπεζών, βρέθηκαν μπρος στο κωμικοτραγικό φαινόμενο. Οι τράπεζες να δανείζονται φτηνότερα από την κεντρική ευρωπαϊκή τράπεζα και να δανείζουν τα κράτη που τις ενίσχυαν με τοκογλυφικά επιτόκια.
Με αυτό τον τρόπο, ένα πανηγύρι μεταφοράς κοινωνικού πλούτου προς τις τράπεζες ξεκίνησε. Μέσο της αύξησης της φορολογίας και βάζοντας το σύνολο της υπάρχουσας κρατικής και ιδιωτικής περιουσίας, αλά και το σύνολο του παραγόμενου ΑΕΠ ενέχυρο στην εξυπηρέτηση της σωτηρίας των τραπεζών.
Το σκηνικό είχε στηθεί και τα γεράκια της διεθνούς τοκογλυφίας μπήκαν άμεσα στο χορό μετατρέποντας την κρίση ρευστότητας και επισφαλειών των τραπεζών, από τραπεζική κρίση σε κρίση κρατικού χρέους.
Με εργαλείο το δολάριο, ένα πάμφθηνο νόμισμα σε σχέση με το ευρώ, με μηδενικά μακροπρόθεσμα επιτόκια και τους οίκους αξιολόγησης ελεγχόμενους απόλυτα απ τις αμερικάνικες τράπεζες, ξεκίνησε μια σφοδρή άνοδος των επιτοκίων κρατικών ομολόγων και κατά συνέπεια δανεισμού των ευρωπαϊκών κρατών, με την δικαιολογία των επισφαλειών αποπληρωμής και τρομοκρατικό σύνθημα τον κίνδυνο κατάρρευσης της ευρωζώνης. Η θεσμοθετημένη αδυναμία παρέμβασης της κεντρικής Ευρωπαϊκής τράπεζας στην αγορά κρατικών χρεών με οποιονδήποτε τρόπο ήταν που άνοιξε την όρεξη στους διεθνείς κερδοσκόπους.
Η χρήση της κοπής πλεονάζοντος χρήματος στην Αμερική και η αδυναμία απορρόφησης αυτού του πλεονάσματος μέσω των επενδύσεων κεφαλαιουχικών εξοπλισμών για την αύξηση της κερδοφορίας στο εσωτερικό, μια τεράστια ποσότητα πλεονασματικών δολαρίων, τα οποία ασφυκτιούσαν στο σπεκουλάρισμα της αυξομείωσης των χρηματιστηριακών αξιών, με μια αθροιστικά μηδενική απόδοση, βρήκε διέξοδο στη τοκογλυφική εκμετάλλευση της κρίσης χρέους της ευρωζώνης.
Με την αύξησης των τόκων δανεισμού στην ευρωζώνη πραγματοποίησαν μια βίαιη μεταφορά κεφαλαιουχικών πόρων από την Ευρώπη στις Αμερικάνικες τράπεζες μέσω του δανεισμού και της αγοράς αξιών εκφρασμένων σε ευρώ συμβάλλοντας μ αυτό τον τρόπο στην εξυγίανσης τους. Η εξέλιξη αυτή έβαλε και τις βάσεις για την αρχή ενός οξύτατου εμπορικού πολέμου μεταξύ Αμερικής και Ευρώπης.
Η νέα αυτή φούσκα του χρέους, η αύξηση των επιτοκίων δανεισμού και η μεταφορά περιουσιακών στοιχείων από κράτη εταιρίες και νοικοκυριά στις τράπεζες, φάνηκε να δίνει ένα νέο περιθώριο ανάσας και διεξόδου, στην αντιμετώπιση του κινδύνου συνολικής κατάρρευσης της παγκόσμιας οικονομίας.
Αυτό που έλειπε για να ξεκινήσει αυτή η επίθεση ήταν η χώρα που θα έκαμε την αρχή και ο οικονομικός εκτελεστής που θα τραβούσε την σκανδάλη. Η Ελλάδα δεν κληρώθηκε, αντίθετα επιλέχθηκε γιατί πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις για να γίνει ο πυροκροτητής.
Ήταν μια μικρή χώρα με αδύναμη οικονομία, αρκούντως υπερχρεωμένη στις ευρωπαϊκές τράπεζες, με αποσαθρωμένη την, έτσι και αλλιώς υψηλού κόστους και χαμηλής παραγωγικότητας βιομηχανική και γεωργική της παραγωγή.
Μετά από μια δεκαετία δεμένη στο άρμα ενός σκληρού νομίσματος, η ήδη χαμηλής ανταγωνιστικότητας βιομηχανία της διαλύθηκε, το ελλειμματικό της εμπορικό ισοζύγιο εκτινάχτηκε στα ύψη, το δημόσιο χρέος της ξεπέρασε το 180 % του ΑΕΠ και το ιδιωτικό νοικοκυριών και εταιριών, συμπεριλαμβανομένων και των τραπεζών, πλησίαζε ήδη το 100%.
Αν προσθέσουμε τώρα, ότι αυτό που την έκανε αρκούντως δελεαστική ήταν ο τεράστιος κρατικός της τομέας ο οποίος πλησίαζε το 65 με 70% των παραγωγικών της δυνάμεων και τις προοπτικές εκμετάλλευσης ενός τεράστιου ορυκτού πλούτου γεωγονανθράκων, όλα αυτά την έκαναν πλούσια λεία προς εκμετάλλευση.
Όλα αυτά την καθιστούσαν όχι μόνο ευάλωτη, αλλά και ανίκανη να αντιδράσει, όταν το σύνολο του πολιτικού της προσωπικού όπως αποδείχτηκε ήταν στην υπηρεσία πολυεθνικών οικονομικών συμφερόντων.
Και η σκανδάλη στον πυροκροτητή Ελλάς, τραβήχτηκε από αυτόν τον ανεκδιήγητο οικονομικό δολοφόνο, τον ΓΑΠ, ο οποίος σε αγαστή συνεργασία με το σύνολο σχεδόν της πολιτικής και οικονομικής ελίτ της χώρας η οποία ελπίζοντας σε μια νέα ανάταση της κερδοφορίας χωρίς νέες επενδύσεις και αλλαγή του παλιού μηχανολογικού εξοπλισμού, «χαρτογράφησε τα άγνωστα νερά για την Ιθάκη».
Αυτό που χρειαζόταν για να ξεκινήσει η μεταφορά πλούτου απ την κοινωνία προς τις τράπεζες για την μετατροπή των επισφαλειών τους σε εμπράγματες αξίες, ήταν ένας πληρωμένος οικονομικός δολοφόνος εκπαιδευμένος και σπουδαγμένος στα Αμερικάνικα πανεπιστήμια παραγωγής ηγετών.
Οι κραυγές του για «τιτανικούς, επερχόμενες καταστροφές, παγκόσμιες διακυβερνήσεις» ήταν το έναυσμα για την καταστροφή που σαρώνει μέχρι σήμερα την Ευρώπη, συμπαρασύροντας στο διάβα της εκατομμύρια ανθρώπων.
Με το ξέσπασμα της κρίσης, το σύνολο σχεδόν των οικονομολόγων – ιδιαίτερα στην Ελλάδα – έβλεπαν μόνο την μία πλευρά της κρίσης και αυτή όχι ολόκληρη. Έβλεπαν αυτή που ήταν έκδηλα φανερή. Αυτή του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Αδυνατούσαν να κατανοήσουν – και τολμώ να πω – ότι ακόμα και σήμερα αδυνατούν να το κατανοήσουν, ότι η αυτοτροφοδοτούμενη και συνδυασμένη χρηματοπιστωτική κρίση και η βιομηχανική υπερπαραγωγή, έχει την αιτία της, όπως εξηγώ και παραπάνω, στην υπερβάλλουσα βιομηχανική παραγωγικότητα και την αδυναμία απαλλαγής από παραγωγικά μέσα χαμηλής παραγωγικότητας.
Ότι σε τελευταία ανάλυση όλο το ζήτημα ανάγεται στην πάλη των νέων τεχνολογιών να αντικαταστήσουν τις παλιές, κάτι που θα έχει σαν συνέπεια όχι μόνο μια ολική επανάσταση στη βάση της παραγωγής, αλλά θα συμπαρασύρει σε μια συνολική επαναστατική αλλαγή και σε όλο το πολιτικό και νομικό εποικοδόμημα.
Η υπερπαραγωγή σαν συνέπεια της υπερβάλλουσας παραγωγικής δυναμικότητας, όπως είναι επόμενο, έχει καταλυτική επίδραση στην πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους και είναι αυτό που καθορίζει σήμερα την παγκόσμια οικονομία. Έτσι ενώ μπορούν να αναγνώσουν πως ένα μεγάλο μέρος του παραγόμενου πλούτου στην ευρωζώνη, και ιδιαίτερα της περιφέρειας, μεταφέρεται μέσω της αύξησης των επιτοκίων δανεισμού, στις Αμερικάνικες τράπεζες και δευτερευόντως στην Γερμανία, αγνοούν τις αιτίες της καταστροφής και των αλλαγών που πραγματοποιείται στη σφαίρα της παραγωγής.
Το θανατηφόρο αγκάλιασμα που βρέθηκε η ευρωζώνη με ένα σκληρό και ακριβό νόμισμα το οποίο θεσμικά δεν έχει την δυνατότητα υποτίμησης είτε ονομαστικά είτε με την κοπή νέου χρήματος, την κατέστησε ευάλωτη απέναντι στο δολάριο με δύο τρόπους.
● Ένα με την αδυναμία να ανταγωνιστεί στην παγκόσμια αγορά τα αμερικάνικα προϊόντα.
● Και δύο εξάρτησε την ανταλλακτική δυνατότητα του από το δολάριο, το οποίο επεμβαίνοντας στην αγορά συναλλάγματος, κατορθώνει να κρατάει το ευρώ μόνιμα ψηλά και με αυτό τον τρόπο σε μια μη ανταγωνιστική θέση απέναντι του.
Αυτό σε συνδυασμό με την συρρίκνωση της παγκόσμιας αγοράς, αποτέλεσμα της ύφεσης, είχε δραματικές συνέπειες για την βιομηχανική παραγωγή στην ευρωζώνη. Όταν, 2010 μετά το ξέσπασμα της κρίσης στους κόλπους της ευρωζώνης αυτό άρχισε να γίνετε πιεστικό, μια ιερή συμμαχία πραγματοποιήθηκε μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας, οι οποίες στην προσπάθεια τους να προστατεύσουν την βιομηχανική τους παραγωγή, εξαπέλυσαν έναν σφοδρότατο εμφύλιο πόλεμο μέσα στους κόλπους της ευρωζώνης με την θεσμοθέτηση ενός τερατουργήματος που το ονόμασαν «σύμφωνο σταθερότητας» μεταφέροντας τον ανταγωνισμό από την παγκόσμια αγορά στο εσωτερικό της ευρωζώνης.
Έτσι μια οικονομική συρρίκνωση χωρίς προηγούμενο, που έτσι και αλλιώς πραγματοποιούταν όλο το προηγούμενο διάστημα, έπληξε με σφοδρότητα όλες τις χώρες του επονομαζόμενου νότου. Το δέσιμο με ένα σκληρό νόμισμα των πιο αδύναμων και διαφορετικών παραγωγικών ικανοτήτων οικονομιών μέσα στην ευρωζώνη, μετατράπηκε σε μια πορεία καταστροφής.
Η υποχρεωτική υποταγή των ευρωπαϊκών κρατών με την συνταγματική υποχρέωση τους στο σύμφωνο σταθερότητας, τα αποστέρησε ακόμα περισσότερο από την δυνατότητα ελιγμών και τα κατέστησε απόλυτα εξαρτημένα απ τις διακυμάνσεις του νομίσματος, χωρίς την δυνατότητα παρέμβασης των εθνικών πολιτικών ελίτ.
Οι επιμέρους αντιδράσεις που εκδηλώθηκαν το 15ε και το 16η απέναντι στο σύμφωνο σταθερότητας, από πιο ισχυρές χώρες μέσα στην ευρωζώνη καταρχήν από την Ιταλία και την Γαλλία, ήταν άτυπες υποχωρήσεις από μέρους της Γερμανίας στον κίνδυνο μεγαλύτερων εσωτερικών διαλυτικών αντιδράσεων χωρίς να τίθεται θέμα αλλαγής η κατάργησης του συμφώνου.
Έτσι αργά αλά σταθερά, όλες οι χώρες της ευρωζώνης, μετατράπηκαν σε προτεκτοράτα των αποφάσεων της ΚΕΤ, της γραφειοκρατικής καμαρίλας των Βρυξελλών και των αποφάσεων της ιερής συμμαχίας Γαλλίας και Γερμανίας για την σωτηρία των δικών τους τραπεζικών και βιομηχανικών κολοσσών. Όργανα τους, η γραφειοκρατία των Βρυξελλών και η κεντρική ευρωπαϊκή τράπεζα στις εντολές των οποίων πρέπει να υπακούν όλες οι πολιτικές εθνικές ελίτ.
Στην συνέχεια και παρά την γενική συμφωνία, με την εμφάνιση του διεθνούς νομισματικού ταμείου στην Ελλάδα, έγινε κατανοητό από τις κυρίαρχες οικονομικές ελίτ του Βερολίνου, του Παρισιού και των τραπεζικών κύκλων των Βρυξελλών ότι η τύχη του ευρώ – άρα και των οικονομιών τους – δεν μπορούσε να αφεθεί στα νύχια του δολαρίου μέσω του ελέγχου που αυτό ασκούσε στο ΔΝΤ. Έτσι υποχρεώθηκαν να στήσουν και να θεσμοθετήσουν τον ακόμα πιο εκτρωματικό αντί ΔΝΤ μηχανισμό στήριξης, δίπλα και παράλληλα με το σύμφωνο σταθερότητας.
Ο μηχανισμός στήριξης στήθηκε με τις υποχρεωτικές καταθέσεις από τους εθνικούς προϋπολογισμούς μεταφέροντας στα έθνη κράτη το κόστος και τους κινδύνους διαχέοντας με αυτό τον τρόπο σε όλη την Ευρώπη και πέραν της ευρωζώνης το βάρος χρηματοδότησης, άρα και το ρίσκο πέρα και μακριά απ τις τράπεζες, του μηχανισμού στήριξης.
Με αυτό τον τρόπο, μεταφέροντας το κόστος στο σύνολο των ευρωπαίων πολιτών, έβαλαν και τις βάσεις για μια ανταγωνιστική και διαλυτική διαδικασία μέσα στου κόλπους της ευρωζώνης. ///Δανείζοντας από τον μηχανισμό στήριξης- αρχής γενομένης από την Ελλάδα και υπό την απειλή να εκδιωχθεί από το ευρώ – σε μια σειρά ελλειμματικές χώρες επιβλήθηκαν τρομακτικά προγράμματα βίαιης καταστροφής των παραγωγικών τους δυνάμεων.
Μέσω της λιτότητας, ένα σπιράλ ύφεσης, αδυναμίας ισοσκέλισης των προϋπολογισμών, μέτρων λιτότητας, αύξησης των φόρων και ξανά ύφεσης, είναι το γαϊτανάκι που έχει στηθεί εις βάρος όλης της Ευρώπης. Η ανάγκη κάλυψης των δανειακών υποχρεώσεων των κρατών – υποχρεώσεων δηλαδή απέναντι στις τράπεζες, – τα μετέτρεψαν σε προτεκτοράτα και φόρου υποτελείς ισχυρότερων κρατών ανοίγοντας με αυτό τον τρόπο την κερκόπορτα για ένα νέο αρμαγεδδώνα σε όλο το μήκος και το πλάτος της ΕΕ.
Με την πολιτική των «ισοσκελισμένων προϋπολογισμών» και σύνθημα την «ανταγωνιστικότητα» όλη η Ευρώπη παρακολουθεί έντρομη ένα τρομακτικό πόλεμο καταστροφής που έχει εξαπολυθεί εναντίον της. Η υποτίμηση της εργασίας και του εργατικού κόστους, η κατάργηση κρατικών δαπανών, η κατάργηση του κράτους πρόνοιας χτισμένο με αγώνες δεκαετιών, οδηγούν τη μια χώρα μετά την άλλη, σε ένα σπιράλ ύφεσης, αδυναμίας ισοσκελισμού των προϋπολογισμών, νέων περικοπών και αύξηση της φορολογίας και ξανά ύφεσης.
Με αυτόν τον τρόπο, ξεκινώντας απ τον ευρωπαϊκό νότο, πραγματοποιείται μια από τις μεγαλύτερες καταστροφές παραγωγικών δυνάμεων υψηλού κόστους και χαμηλής παραγωγικότητας που έχει γνωρίσει μετά τον πόλεμο η ανθρωπότητα. Ελπίζοντας ότι θα κατορθώσουν με αυτό τον βίαιο τρόπο καταστροφής παραγωγικών δυνάμεων, ρίχνοντας ταυτόχρονα στον καιάδα της εξαθλίωσης εκατομμύρια εργαζόμενους και στον αφανισμό ένα μεγάλο μέρος της μεσαίας τάξης οδηγώντας την στην κατάσταση των ανέργων, να ενισχύσου τις επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες και σαν συνέπεια να ενισχύσουν την κερδοφορία των επενδεδυμένων κεφαλαίων.
Όλη αυτή η πολιτική υποτίμησης το μόνο που κατορθώνει να πραγματοποιεί είναι μια βίαιη μεταφορά πλούτου στις ισχυρότερες τράπεζες από όλες τις αρτηρίες της κοινωνίας στην προσπάθεια να μετατρέψουν τα άχρηστα ομόλογα και τραπεζογραμμάτια σε εμπράγματες αξίες.
Από την μείωση του εργατικού και του κοινωνικού μισθού, από την κατάργηση κρατικών δαπανών και το κλείσιμο κοινωφελών οργανισμών και κοινωνικών λειτουργιών, όλα αυτά σε μια αγωνιώδη προσπάθεια ανάκτησης της κερδοφορίας του κεφαλαίου.
Ταυτόχρονα ένα μεγάλο μέρος κρατικών, εταιρικών και ιδιωτικών περιουσιακών στοιχείων μεταφέρεται στην ιδιοκτησία των δανειστών και αποκεί στα χέρια ιδιωτών σε ένα ξεπούλημα για τον ίδιο σκοπό, αλλάζοντας το ιδιοκτησιακό καθεστώς σε όλη την Ευρώπη, μεταφέροντας όλα τα περιουσιακά στοιχεία στης τράπεζες.
Όπως όλα δείχνουν η ευρωζώνη είναι η περισσότερο χαμένη σ’ αυτόν τον νέο εμπορικό πόλεμο που έχει ξεσπάσει για άλλη μια φορά μέσα στους κόλπους του καπιταλισμού απειλώντας την ανθρωπότητα με μια νέα καταστροφή.
Ο εμφύλιος που έχει ξεσπάσει μέσα στην ΕΕ, στην προσπάθεια να μεταφερθεί η κρίση από τον πιο δυνατό στον πιο αδύνατο διαχέοντας την ύφεση παντού, είναι αυτή που οδηγεί το άρμα της ύφεσης παγκόσμια και την παγκόσμια οικονομία στον όλεθρο βάζοντας ταυτόχρονα τα θεμέλια για την διάλυση της.