Χρέος
Στις αρχές της δεκαετίας του 70α, το παγκόσμιο σύστημα βγαίνοντας από το μακρύ κύμα ανάπτυξης, βρέθηκε μπρος σε ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα, αυτό της υπερβάλλουσας παραγωγικής δυναμικότητας, όπως επιστημονικά διατυπώνεται από τους οικονομολόγους η αλλιώς πως, στην αρχή της εμφάνισης του πλεονάσματος παραγωγικών δυνάμεων.
Ήδη από τις αρχές τις δεκαετίας του 70α, είχε αρχίσει να παρατηρείται μια στασιμότητα της παραγωγής σε ένα μεγάλο μέρος παραγωγικών δυνάμεων, σαν αποτέλεσμα του πλεονάσματος των μονάδων παραγωγής. Αυτό ήταν αποτέλεσμα της συνεχούς ανάπτυξης όλης της προηγούμενης περιόδου και της συνεχώς αυξανόμενης κατανάλωσης.
Σαν συνέπεια, αυτό δημιούργησε μια σημαντική ανεπάρκεια απαλλαγής από μέσα παραγωγής υψηλού κόστους και χαμηλής κερδοφορίας, στο σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας. Ταυτόχρονα, ένας δεύτερος παράγοντας συνέτεινε στην αύξηση της παγκόσμιας υπερπαραγωγής και αυτό ήταν η κατάκλιση της παγκόσμιας αγοράς από προϊόντα υψηλής ανταγωνιστικότητας και χαμηλού κόστους από τις νέο-αναπτυσσόμενες χώρες της Ανατολικής Ασίας, Ταϊβάν, Μαλαισία, Κίνα κλπ, σαν αποτέλεσμα της μετακίνησης βιομηχανιών εντάσεως εργασίας.
Σε όλη την μεταπολεμική περίοδο σχεδόν μέχρι τα τέλη τις δεκαετίας του 60α, καθώς η κερδοφορία παρέμενε υψηλή και η οικονομική ανάπτυξη γρήγορη, τα πλεονάσματα και όχι τα ελλείμματα των κρατικών προϋπολογισμών ήταν ο κανόνας σε όλο τον ανεπτυγμένο καπιταλισμό.
Όταν όμως απ τις αρχές της δεκαετίας του 70α άρχισε να εμφανίζεται η πτώση της κερδοφορίας και σαν συνέπεια η επιβράδυνση του παγκόσμιου ΑΕΠ, και των παγκόσμιων επενδύσεων, οι κυβερνήσεις σε πρώτη φάση για να ενισχύσουν την κατανάλωση, αντέδρασαν με την εφαρμογή εκτεταμένων παραδοσιακών Κεϋνσιανών μέτρων.
Μέσα από ποικίλα περίτεχνα και επικίνδυνα κανάλια που υπήρξαν ποτέ, οι κυβερνήσεις, παρέχοντας οικονομικά κίνητρα για την διευκόλυνση της πίστωσης, έσπρωξαν στην όλο και μεγαλύτερη αύξηση του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους, δημιουργώντας όλο και μεγαλύτερα κρατικά και ιδιωτικά ελλείμματα.
Έτσι, για ένα διάστημα σχεδόν ενός τετάρτου του αιώνα, η Κεϋνσνιανή αυτή διαχείριση της ζήτησης φάνηκε να λειτουργεί σαν σταθεροποιητικός παράγοντας στις οικονομίες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού, τραβώντας στο άρμα του την παγκόσμια παραγωγή.
Την ίδια στιγμή όμως, αυτή η πολιτική τις έκανε όλο και ποιο στάσιμες. Όσο περνούσε ο καιρός τόσο η αύξηση του παγκόσμιου ΑΕΠ σερνόταν σε μια αργή άνοδο, και σαν συνέπεια, με ελάχιστη κερδοφορία των επενδυμένων κεφαλαίων. Η αύξηση του δημοσίου και ιδιωτικού δανεισμού φάνηκε να διατηρεί κάπως την αγοραστική δύναμη και με αυτό τον τρόπο απέτρεψε την μεγαλύτερη και απότομη πτώση της κερδοφορίας.
Παρ όλα αυτά, ο όλο και μεγαλύτερος δανεισμός που διατηρούσε την συνολική ζήτηση, οδήγησε σε μια πρωτοφανή διόγκωση του χρέους.
Όπως ήταν επόμενο, η διόγκωση του χρέους στις εταιρίες και στα νοικοκυριά είχε σαν αποτέλεσμα να μειώνει συνεχώς την ικανότητα τους να ανταποκρίνονται σε μια όλο και μεγαλύτερη στήριξης της ζήτησης και εμμέσως να δώσουν μια σημαντική ώθηση στην κερδοφορία του κεφαλαίου.
Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να επιταχύνει την στασιμότητα της παγκόσμιας οικονομίας. Έτσι, η ολοένα και μεγαλύτερη εξασθένηση, λόγω της έλλειψης ενδιαφέροντος για νέες επενδύσεις, επιβράδυνε και την «απαλλαγή» από τα υψηλού κόστους και χαμηλής παραγωγικότητας μέσα παραγωγής, κάτι που θα βοηθούσε την ανάκαμψη της οικονομίας.
Μέσα σ αυτό το πλαίσιο της όλο και πιο αργής αύξησης της παγκόσμιας αγοράς και της όλο και μεγαλύτερης εξάρτησης των επιμέρους οικονομιών απ’ αυτή, έχοντας αναπτύξει η κάθε επιμέρους χώρα τις παραγωγικές της δυνάμεις και άρα εξαρτώμενη απ τις εξαγωγές έχοντας καλύψει την εσωτερική της αγορά,- όπως θα έλεγε και ο «μαιτρ» των παιγνίων Γιάννης Βαρουφάκης, – παρουσιάστηκε «το παίγνιο» του μηδενικού αθροίσματος.
Κάθε οικονομία (ή ομάδα οικονομιών) η οποία παρουσίαζε μια κάποια επιτάχυνση στους ρυθμούς ανάπτυξής της αυτό γινόταν σε βάρος όλων των άλλων χωρών. Έτσι, απ τις αρχές της δεκαετίας του 70α μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 90α και μετά την κατάργηση της σταθερής αναφοράς όλων των νομισμάτων στο δολάριο, παρακολουθήσαμε μια διελκυστίνδα ανατιμήσεων και υποτιμήσεων όλων των βασικών νομισμάτων η οποία έφερνε και μια ταυτόχρονη οικονομική ανάπτυξη στηριγμένη στη βιομηχανία και προσανατολισμένη προς τις εξαγωγές σε όσες χώρες είχαν υποτιμημένα νομίσματα, άρα σε βάρος όλων των άλλων των οποίων τα νομίσματα είχαν ανατιμηθεί.
Αντίθετα οι χώρες με ανατιμημένα νομίσματα παρουσίαζαν μια πτώση των εξαγωγών και κατά συνέπεια μείωση της κερδοφορίας στην βιομηχανία, και ταυτόχρονα μια αύξηση των αξιών των μη «εμπορευσίμων» αγαθών, όπως χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, κτήρια, οικόπεδα κλπ.
Μέσα στα πλαίσια αυτής της μακροχρόνιας επιβράδυνσης στην οποία κινιόνταν η παγκόσμια οικονομία, συνοδευόταν και από ένα περίπλοκο σύστημα στηριγμένο στην βιομηχανία. Αυτό της άνθησης και κρίσης, το οποίο λειτουργούσε σαν αμορτισέρ μειώνοντας τους κραδασμούς των κυκλικών κρίσεων.
Στην λειτουργία του αμορτισέρ, σημαντικό ρόλο έπαιξε και η παγκόσμια υπερσυσσώρευση και η οποία λειτουργούσε σαν μαξιλάρι στην περίοδο της ύφεσης. Έτσι η μια οικονομία ή ομάδα οικονομιών μετά την άλλη υποχρεώνονταν να σηκώσει το βάρος της υπερπαραγωγής, για να διασωθεί στην συνέχεια από την συνδυασμένη δράση ων υπόλοιπων κυρίαρχων οικονομιών, και οι οποίες απλά φόρτωναν το βάρος σε κάποια άλλη οικονομία ανοίγοντας έτσι το δρόμο για νέες ανωμαλίες.
Τελικά, στα τέλη της δεκαετίας του 80α- αρχές της δεκαετίας του 90α οι δεξιού προσανατολισμού και νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις Αμερικής και Ευρώπης αποφάσισαν να ξεπεράσουν την αργόσυρτη ανάπτυξη διακόπτοντας την εξάρτηση τους από το Κεϋνσιανό πιστωτικό δημιούργημα. Οι συνέπειες αυτής της απόφασης, όντας στο μεγαλύτερο μέρος της ακούσιες, ήταν κοσμοϊστορικές.
Η απεξάρτηση από τις Κεϋνσιανες πιστωτικές πολιτικές, κατέστησε απαραίτητη την εισαγωγή μιας νέας μορφής μακροοικονομικής παρέμβασης η οποία αποδείχτηκε πολύ πιο επικίνδυνη και η οποία άνοιξε ένα νέο πολύ πιο επικίνδυνο δρόμο για την οικονομία. Η εισαγωγή του νεοφιλελευθερισμού και των θεωριών της σχολής του Σικάγου ήταν η απάντηση.
Μετά τις περιπέτειες μιας ολόκληρης δεκαετίας, απ το 85ε ως το 95ε τις οποίες επέφερε στην παγκόσμια οικονομία η συμφωνία της Πλάζα, (συμφωνία που πήρε το όνομα της απ το ξενοδοχείο της Νέας Υόρκης στο οποίο συνεδρίασαν οι G3 για να αποφασίσουν την υποτίμηση του δολαρίου σε σχέση με το Γιεν και το Μάρκο), και ιδιαίτερα μετά την στροφή προς ένα ισοσκελισμένο προϋπολογισμό της Αμερικάνικης οικονομικής πολιτικής, οι αποφάσεις για την απεξάρτηση απ τις Κεϋνσιανές πολιτικές, ήταν η αρχή ενός νέου και αχαρτογράφητου οικονομικού σκηνικού.
Οι αλλαγές αυτές μπορεί να παρουσίασαν μια σημαντική βελτίωση στην αύξηση της Αμερικάνικης βιομηχανικής παραγωγής και των εξαγωγών, αύξηση της κερδοφορίας στην βιομηχανία και στα προϊόντα υπηρεσιών, μείωση του ελλείμματος και των εμπορικών συναλλαγών. Την ίδια στιγμή όμως, χωρίς η παγκόσμια οικονομία να έχει ξεφύγει απ τη αργόσυρτη ανάπτυξη, ο μηχανισμός του μηδενικού αθροίσματος λειτούργησε με πολύ πιο βίαιο τρόπο.
Έτσι, ενώ η αμερικάνικη οικονομία πέρασε σε μια φάση ανάπτυξης, έριξε την Ευρώπη και ιδιαίτερα την Ιαπωνία σε βαθειά κρίση. Τα πράγματα για τις χώρες αυτές έγιναν ακόμα χειρότερα όταν την ίδια περίοδο, οι νεοβιομηχανοποιημένες Χώρες της Νότιο Ανατολικής Ασίας και οι Μικρές Τίγρεις, με την βοήθεια των νομισμάτων τους που ήταν συνδεδεμένα με το δολάριο και έπεφταν μαζί του, και την αλματώδη βιομηχανική ανάπτυξη που είχαν μετά την μετακίνηση των βιομηχανιών υψηλού εργατικού κόστους, πλημμύρισαν τις παγκόσμιες αγορές, με μια όλο και μεγαλύτερη γκάμα φτηνών βιομηχανικών προϊόντων.
Οι Γερμανοί και ιδιαίτερα οι Γιαπωνέζοι βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια αρκετά δύσκολη κατάσταση. Καθώς η υποχώρηση της επιδότησης της ζήτησης μέσω των αμερικάνικων ομοσπονδιακών ελλειμμάτων, μετά την απόφαση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και την στροφή της προς ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, συνέπεσε ακριβώς μετά την υποτίμηση του δολαρίου απέναντι στο γιεν και στο μάρκο.
Παρά τις αντιδράσεις τους και οι δυο οικονομίες βυθίστηκαν στην κρίση και μαζί τους όλη η δυτική Ευρώπη. Πράγματι η δεκαετία αυτή ήταν μια δεκαετία με πολλές και ενδιαφέρουσες εξελίξεις που δεν είναι της ώρας να ασχοληθούμε εδώ. Με το να εγκαταλείψουν τον παραδοσιακό Κεϋνσιανισμό είχαν κάνει ένα πολιτικό άλμα. Η στροφή ωστόσο, προς την διακυβέρνηση μέσω της ελεύθερης αγοράς αποκάλυψε βίαια την βαθύτερη αδυναμία της οικονομίας, την απουσία δηλαδή μιας κινητήριας δύναμης που θα της έδινε ώθηση.
Στη φάση αυτή, εκεί στα μέσα της δεκαετίας του 90α, η Αμερικανική πολιτική και η οικονομική ελίτ, βρέθηκαν αντιμέτωπες μ’ ένα δύσκολο και οξύ πρόβλημα. Τα προηγούμενα δώδεκα περίπου χρόνια η αμερικάνικη οικονομία, αργά και διστακτικά, έδειχνε να έχει βάλει τα θεμέλια για μια σημαντική αναζωογόνηση της η οποία βασιζόταν στην κερδοφορία του βιομηχανικού της τομέα. Παρόλα αυτά, η αμερικάνικη οικονομία δεν κατόρθωσε να δώσει ώθηση στην στασιμότητα της παγκόσμιας οικονομίας.
Οι ίδιοι παράγοντες που έδιναν ώθηση στην αμερικάνική οικονομία και την έσπρωχναν σε μια εντυπωσιακή ανάκαμψη, οι ίδιοι αυτοί παράγοντες κατέστρεφαν την δυτική Ευρώπη και κυρίως την Ιαπωνία, σπρώχνοντας τες σε μια βαθειά ύφεση από την οποία δεν βγήκαν ποτέ, προκαλώντας μ’ αυτόν τον τρόπο μια παγκόσμια αποδιοργάνωση.
Η κατάρρευση της γιαπωνέζικης οικονομίας, της δεύτερη τότε οικονομίας του κόσμου, αποτελούσε μια σημαντική απειλή για την παγκόσμια οικονομία και οι ΗΠΑ δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να προστρέξουν στην σωτηρία της Ιαπωνίας. Έτσι το καλοκαίρι του 95 οι G3 έκαναν μια μεταβολή. Μια δεκαετία μετά την συμφωνία της Πλάζα του 85ε οι κυρίαρχες καπιταλιστικές δυνάμεις συμφώνησαν να υποτιμήσουν το μάρκο και το γιέν σε σχέση με το δολάριο, προκειμένου να αναζωογονήσουν την βιομηχανία της Γερμανίας και της Ιαπωνίας που είχαν κατρακυλήσει εξ αιτίας του χαμηλού δολαρίου.
Η μεταστροφή αυτή της οικονομικής πολιτικής των ΗΠΑ ήταν μια σημαντική αλλαγή και όπως προέκυψε εκ των υστέρων φαίνεται ακόμα μεγαλύτερη. Ενώ η προηγούμενη πολιτική χαμηλού δολαρίου αποσκοπούσε να τονώσει την αμερικάνικη βιομηχανία, να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα της και να βοηθήσει της εξαγωγές η στροφή για υψηλό δολάριο λειτουργούσε ακριβώς αντίθετα.
Οι κατασκευές, η γη, το λιανικό εμπόριο και γενικά ο τομέας των υπηρεσιών (των μη εμπορευσίμων αγαθών), θα ευνοούνταν σε βάρος της βιομηχανίας, η κατανάλωση σε βάρος των επενδύσεων και οι εισαγωγές σε βάρος των εξαγωγών. Ταυτόχρονα ο χρηματοπιστωτικός τομέας και οι χρηματοπιστωτικές αγορές θα αποκτούσαν κεντρικό ρόλο στην οικονομία. Η ανισορροπία μεταξύ βιομηχανικού και χρηματιστικού κεφαλαίου θα γίνονταν ποια καθοριστικός παράγοντας στην παραγωγή.
Πραγματικά, η αλλαγή αυτή ήταν μια σημαντική αλλαγή που σήμερα πια φαίνεται το μέγεθος της. Ότι επακολούθησε στην συνέχεια στην παγκόσμια οικονομία ήταν αποτέλεσμα αυτής της απόφασης. Η αλλαγή αυτή σήμαινε ότι οι ΗΠΑ εγκαταλείπουν ντε φάκτο κάθε προσπάθεια να διορθώσουν την βιομηχανική τους παραγωγή για να αντέξουν τον ανταγωνισμό της ανατολικής Ασίας και κατά βάση της Κίνας, η οποία είχε είδη ενσωματωθεί ισότιμα στην παγκόσμια οικονομία μέσω των ξένων επενδύσεων και της μετακίνησης της βιομηχανίας σε περιοχές με χαμηλότερο εργατικό κόστος και τέλος, την ίδια περίοδο, ολοκληρώθηκε και η εξάπλωση και διείσδυση των Αμερικάνικών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών σε κάθε γωνιά του πλανήτη και της παγκόσμιας οικονομίας.
Με τη διαφοροποίηση αυτή στην παγκόσμια οικονομία, είδη απ τις αρχές της δεκαετίας του 90α, φάνηκε ότι οι ποιο ισχυρές οικονομικές δυνάμεις μέσα στις ΗΠΑ και οι οποίες καθοδηγούταν σε όλη την μεταπολεμική περίοδο απ τις πολυεθνικές επιχειρήσεις και αυτές με την σειρά τους από τις διεθνώς προσανατολισμένες τράπεζες, ήταν έτοιμες να προχωρήσουν σ’ αυτήν την αλλαγή της οικονομικής πολιτικής.
Άλλωστε ήταν αυτές και ιδιαίτερα οι τράπεζες, οι οποίες καλωσόρισαν την αντιστροφή της συμφωνίας της Πλάζα, όπως και τη στροφή προς την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και την κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού τομέα, που είχε αρχίσει να διαφαίνεται με τις συμφωνίες του ελεύθερου εμπορίου, των απαλλαγμένων από κάθε περιορισμό αγορών κεφαλαίων και της απορρύθμισης των αγορών και της αγοράς εργασίας, χωρίς να υπολογίζουν τις συνέπειες που θα είχαν στην Αμερικάνικη οικονομία αλλά και στην σταθερότητα του διεθνούς συστήματος.
Η απόφαση αυτή, ήταν και η ταφόπλακα στην Κεϋνσνιανή πολιτική, και της επικράτησης του χρηματιστικού κεφαλαίου πάνω στο βιομηχανικό. Όλο το προηγούμενο διάστημα, τα Κεϋνσιανά ελλείμματα είχαν επιτρέψει για αρκετές δεκαετίες, αν όχι την δυναμική ανάπτυξη, τουλάχιστον την διατήρηση της οικονομικής σταθερότητας. Τώρα όμως είχαν πολιτικά αποκλειστεί. Έτσι έπρεπε να βρεθεί με κάθε τρόπο μια νέα πολύ πιο ριζοσπαστική πολιτική στήριξης της οικονομίας ώστε η παγκόσμια οικονομία να μπει σε νέες πιο άγνωστες περιοχές.
Την προηγούμενη περίοδο της κρίσης στην Ιαπωνία με το υψηλό Γιεν, η κεντρική τράπεζα της Ιαπωνίας, για να αντιμετωπίσει την μεγάλη κυκλική ύφεση, μείωσε δραστικά τα επιτόκια και φρόντισε ώστε οι τράπεζες και οι χρηματιστές να διοχετεύσουν την συνακόλουθη ροή εύκολης πίστωσης στις αγορές μετοχών και γης. Αυτό όπως ήταν επόμενο οδήγησε στην άνοδο της αξίας όλων των τίτλων του χρηματιστηρίου, γης και κτηρίων, πράγμα που ήταν απαραίτητο για μπορέσουν οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, αυξάνοντας (θεωρητικά) τα περιουσιακά τους στοιχεία, κάτι που ήταν απαραίτητο για να μπορέσουν να αυξήσουν και τον δανεισμό τους, να αυξήσουν τις επενδύσεις και την κατανάλωση τους, για να διατηρήσουν έτσι την επέκταση της οικονομίας. Το αποτέλεσμα ήταν το μεγάλο γιαπωνέζικο μπουμ, και οι φούσκες που το συνόδευσαν, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 80α.
Η αμερικάνικη ομοσπονδιακή τράπεζα, μετά την απόφαση για ανατίμηση του δολαρίου, ακολούθησε αυτό τον γιαπωνέζικο μοντέλο. «Τροφοδοτώντας αντί να περιορίζει την άνοδο των τιμών των μετοχών, δημιούργησε της συνθήκες μέσα στις οποίες οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά θα μπορούσαν να δανειστούν με ευκολία ώστε να επενδύσουν στο χρηματιστήριο και να ανεβάσουν την αξία των μετοχών».
Καθώς η χρηματιστηριακή αποτίμηση των επιχειρήσεων ανέβαινε, αύξανε και η καθαρή τους αξία, πράγμα που τους έδινε την δυνατότητα να συγκεντρώνουν χρήματα με πολύ μεγάλη άνεση, είτε δανειζόμενες με εγγυήσεις τις συνεχώς βελτιούμενες αποτιμήσεις των μετοχών τους στην κεφαλαιαγορά, είτε πουλώντας τις υπερτιμημένες μετοχές τους, για να μπορούν να αυξάνουν τις επενδύσεις τους σε νέο τεχνολογικό εξοπλισμό και λογισμικό.
Την περίοδο αυτού του εύκολου και φτηνού δανεισμού, πραγματοποιήθηκε και η μεγάλη αλλαγή στην αναδιάρθρωση των παραγωγικών δυνάμεων από τις πολυεθνικές, η οποία περιελάμβανε το κλείσιμο των βιομηχανιών τις οποίες είχαν ιδρύσει μεταπολεμικά σε μια σειρά έθνη κράτη και της μετατροπής τους από βιομηχανικές και εμπορικές σαν καθαρά εμπορικές, χτίζοντας νέα εργοστάσια με τις νέες τεχνολογίες του αυτοματισμού.
Την ίδια στιγμή, καθώς η περιουσία των πλούσιων νοικοκυριών διογκωνόταν, μείωναν την αποταμίευση τους, και οδηγούνταν σε περισσότερο δανεισμό για να αυξήσουν την κατανάλωση τους. Έτσι, πρώτη η κυβέρνηση των ΗΠΑ, αντί να στηρίξει την ανάπτυξη αυξάνοντας τις ελλειμματικές της δαπάνες, όπως γινόταν με τον παραδοσιακό Κεϋνσιανισμό, φόρτωσε την επέκταση στις πλάτες των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών.
Κάνοντας τους πλουσιότερους, τουλάχιστον θεωρητικά ενθαρρύνοντας την κερδοσκοπία στις μετοχές. Μέσω της παροχής απεριόριστου χρήματος, ώθησε τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά να αυξήσουν τον δικό τους δανεισμό και τις δικές τους ελλειμματικές δαπάνες. Όπως ήταν επόμενο, η απεριόριστη αυτή παροχή χρήματος, επέδρασε δυναμικά στην οικονομία ωθώντας την σε ένα νέο γύρω ανάπτυξης.
Ο βασικός όρος που επέτρεψε να πραγματοποιηθεί όλος αυτός ο μηχανισμός της κερδοσκοπίας, και η συνακόλουθη τόνωση της κατανάλωσης, ήταν η φτηνή πρόσβαση στην πίστωση και η οποία στηριζόταν στα χαμηλά επιτόκια του μακροπρόθεσμου δανεισμού, η οποία βασιζόταν σε ένα τεράστιο κύμα αγοράς περιουσιακών στοιχείων εκφρασμένων σε δολάρια και ιδιαίτερα σε τίτλους κρατικών ομολόγων που είχαν εξαπολύσει οι νοτιοασιατικές χώρες και ιδιαίτερα η Κίνα, πράγμα που βοηθούσε τα νομίσματα τους να είναι χαμηλά. Ενισχύοντας το δολάριο κρατώντας το ψηλά, κρατούσαν ψηλά ταυτόχρονα και τα περιουσιακά στοιχεία των εταιριών και των νοικοκυριών τονώνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο την κατανάλωση. Αλλά επίσης και τα επιτόκια της βραχυπρόθεσμης πίστωσης που πρόσφερε και διασφάλιζε η Fed.
Με την πίστωση να έχει γίνει τόσο φτηνή, άρα και το κέρδος από τον δανεισμό τόσο εύκολο, οι τράπεζες αλλά και τα διάφορα μη τραπεζικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, μετά την κατάργηση της υποχρέωσης δανεισμού των τραπεζικών ιδρυμάτων πάνω από το 10% των καταθέσεων τους, άνοιξαν διάπλατα τις πόρτες τους και δάνειζαν κεφάλαια χωρίς κανένα περιορισμό. Στη φάση αυτή της μείωσης των επιτοκίων και της δημιουργίας της φούσκας των περιουσιακών στοιχείων, το σύστημα μπήκε σε ένα δρόμο χωρίς επιστροφή και ταυτόχρονα ολοκλήρωνε και μια σειρά παράγοντες αλλαγής στην δομή των παραγωγικών δυνάμεων που ωρίμαζαν στους κόλπους του όλο το προηγούμενο διάστημα.
Είναι σ’ αυτή την περίοδο που έγινε δυνατόν να ολοκληρωθεί η ανατροπή της ισορροπίας του βιομηχανικού με το χρηματιστηριακό κεφάλαιο, καθιστώντας το χρηματιστηριακό κεφάλαιο καθοριστικό παράγοντα της κίνησης της οικονομίας. Είναι σ’ αυτή την περίοδο που ολοκληρώθηκε η ισχυροποίηση και η εδραίωση των πολυεθνικών και ιδιαίτερα των πολυεθνικών των τραπεζών, να απλώσουν τα δίχτυα τους σε όλο τον κόσμο.
Αυτό τις κατέστησε παντοδύναμες απέναντι στο σύνολο των εθνικών παραγωγών και τις οδήγησε να σκαρφαλώσουν στην κορυφή της πυραμίδας της καπιταλιστικής παραγωγής καθιστώντας της ισχυρότερες οικονομικά από τα περισσότερα έθνη κράτη. Όπως ήταν επόμενο, αυτό τους έδωσε την δυνατότητα να ολοκληρώσουν τον έλεγχο του πολιτικού προσωπικού, μέσα από δυσδιάκριτα κανάλια παροχών και ΜΚΟ και μέσω αυτού του ελέγχου, να κατευθύνουν και να καθορίζουν την εσωτερική και εξωτερική πολιτικής των χωρών τους. Υπουργοί οικονομικών, ενόπλων δυνάμεων, εμπορίου, αλλά και σε μια σειρά νευραλγικούς τομείς των κρατικών υπηρεσιών οι οποίοι έχουν άμεσο οικονομικό έλεγχο διορίζονται είτε πρώην μεγαλοστελέχη είτε ιδιοκτήτες πλειοψηφικών μετοχικών πακέτων πολυεθνικών εταιριών. Ακόμα μεγαλοτραπεζίτες και στελέχη πολυεθνικών τραπεζικών ομίλων, φυτεύονται πρωθυπουργοί σε κράτη ελεγχόμενα, είτε προωθούνται και εκλέγονται άμεσα πρωθυπουργοί και πρόεδροι σε ισχυρότερα κράτη.
Με την απόφαση της εφαρμογής της πολιτικής του ισχυρού δολαρίου στα μέσα της δεκαετίας του 90α, η Αμερική παραιτήθηκε ντε φάκτο από τον ανταγωνισμό με την νοτιοανατολική Ασία, και ιδιαίτερα την Κίνα. Η απόφαση αυτή είναι που έβαλε την Κίνα δυναμικά στην παγκόσμια αγορά σαν ένα ισχυρό ανταγωνιστή, καθιστώντας την σήμερα την δεύτερη οικονομική δύναμη στον κόσμο απειλώντας δυναμικά την πρωτοκαθεδρία από την Αμερική. Με την αθρόα κυκλοφορία φτηνού χρήματος και την ενίσχυση του δανεισμού, έδωσε ώθηση στην κατανάλωση και τράβηξε την παγκόσμια οικονομία στηρίζοντας την αργόσυρτη ανάπτυξη. Και τέλος, Αυτό την κατέστησε από χώρα εξαγωγής σε χώρα εισαγωγής μετατρέποντας το εμπορικό της ισοζύγιο από πλεονασματικό σε ελλειμματικό κάτι που δεν μπόρεσε από τότε να το ανατρέψει.
Η οικονομική ευεξία που ακολούθησε βασισμένη στην χρηματιστηριακή κερδοσκοπία δεν κράτησε πολύ. Όταν μετά δυο περίπου χρόνια το 97α, οι νοτιοανατολικές οικονομίες κατέρευσαν μετά το κατρακύλισμα των χρηματιστηρίων τους και το σκάσιμο των φουσκών που είχε δημιουργήσει η κερδοσκοπία των δεμένων με το ανατιμημένο δολάριο νομισμάτων τους, η παγκόσμια οικονομία ξανακύλησε στην ύφεση.
Η Ιαπωνική βιομηχανία και το τραπεζικό της σύστημα, δεμένο άρρηκτα με τις χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας, βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Η ανάπτυξη της διακόπηκε πριν ακόμα αρχίσει και η χώρα μπήκε ξανά στην παρατεταμένη ύφεση της δεκαετίας του 90α, από την οποία δεν είχε κατορθώσει να ξεφύγει.
Ένα χρόνο μετά η επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας μετέφερε την κρίση διαχέοντας την και στις λιγότερο ανεπτυγμένες οικονομίες της Βραζιλίας της Αργεντινής της Ρωσίας και αλλού. Από την κρίση αυτή ούτε και η Αμερικάνικη οικονομία έμεινε άτρωτη.
Όταν το 98 οι εξαγωγές βυθίστηκαν απ το 13% που είχαν ανέλθει το 97αστο μείον 0,6%, τα επιχειρηματικά κέρδη μειώθηκαν σε πάνω από 15% σε απόλυτους όρους από τον προηγούμενο χρόνο, ο δείκτης S&P500 αφού διπλασιάστηκε απ τα τέλη του 95 ως το καλοκαίρι το 98 έπεσε κατά 20% μέσα σε δυο μήνες, εξαϋλώνοντας ένα μεγάλο μέρος της αύξησης του πλούτου των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών που είχε αποτελέσει τη βάση της οικονομικής της ανάπτυξης. Η απάντηση της Fed σ’ αυτή την νέα ύφεση και με την συγκατάθεση των πολυεθνικών των τραπεζών, ήταν ένα νέο κύμα ρευστότητας και μια νέα μείωση του επιτοκίου.
Μάλιστα για να είναι σίγουροι γα την ένεση ρευστότητας, έδωσαν εντολή σε δυο κρατικούς οργανισμούς που ασχολούνται με την παροχή στεγαστικών δανείων να διαθέσουν στην αμερικάνικη αγορά μέσα δε δυο χρόνια το ιλιγγιώδες ποσό των 600 δις δολαρίων, ποσό που αντιστοιχούσε στο 30% του συνολικού δανεισμού της χρηματοπιστωτικής αγοράς τα δυο αυτά χρόνια.
Με την τεράστια ποσότητα ρευστότητας και με τις εγγυήσεις που βρισκόταν από πίσω, δεν προξενεί καμία κατάπληξη ότι οι τιμές των μετοχών απογειώθηκαν ξανά όπως ποτέ άλλοτε από την δεκαετία του 1920, κόβοντας κάθε σχέση με την πραγματική οικονομία, την πραγματική ανάπτυξη και την κερδοφορία της. Από τα τέλη του 98, που η Fed, μείωσε τα επιτόκια μέχρι τις αρχές του 2000 ο δείκτης S&P όχι μόνο κέρδισε το έδαφος που είχε χάσει πριν ένα χρόνο αλλά κέρδισε και 30% επιπλέον. Το δεύτερο αυτό μεγάλο κύμα ρευστότητας που εξαπέλυσε η Αμερικάνικη τράπεζα για την διάσωση του χρηματιστηρίου, αποκάλυψε ανάγλυφα και με μεγαλύτερη σαφήνεια το πόσο πολύ είχε φτάσει να εξαρτάται η διαρκώς εξασθενούμενη πραγματική οικονομία από τα κύματα κερδοσκοπίας που τροφοδοτούσαν οι Αμερικάνικες οικονομικές αρχές το σύστημα.
Όλη αυτή η φούσκα του χρηματιστηρίου προκάλεσε ένα τεράστιο κύμα μαζικών υπερεπενδύσεων, παρακάμπτοντας τον βιομηχανικό τομέα, στον τομέα των νέων τεχνολογιών, όπου οι τιμές των μετοχών τους ανέβαιναν γρηγορότερα από τα κέρδη με πρωτόγνωρο τρόπο. Στο δείκτη NASDAQ, οι τιμές των μετοχών των νέων τεχνολογιών ανέβηκαν από το Νοέμβριο του 98 μέχρι τον Μάρτιο του 2000 πάνω από 200% φτάνοντας στο παράλογο νούμερο τιμής μετοχών και απόδοσης κερδών στο 400 προς 1. Έτσι ενώ οι επιχειρήσεις αυτές που παρήγαγαν το πολύ το 3% του εγχώριου ΑΕΠ, ευθύνονταν, ως το 2000 τουλάχιστον για το ένα τέταρτο της αύξησης των επενδύσεων σε εξοπλισμό και λογισμικό, ολόκληρης της οικονομίας.
Η φούσκα αυτή των νέων τεχνολογιών ώθησε την Αμερικάνικη οικονομία σε ύψη που είχε να γνωρίσει απ το 1970α. Όλο αυτό, ώθησε την αμερικάνικη Ακαθάριστη Εγχώρια Κατανάλωση να ξεπερνάει την Ακαθάριστη Εγχώρια Παραγωγή με ένα μέσω ποσοστό της τάξης του 12%, ωθώντας έτσι τις παγκόσμιες εξαγωγές σε τεράστια ύψη και μετατρέποντας την Αμερική σε καταναλωτή της παγκόσμιας παραγωγής.
Έτσι, Μέχρι το 2000 χάρη στην άνοδο των τιμών των αμερικάνικων μετοχών, τόσο η Ιαπωνία όσο και η δυτική Ευρώπη και η Λατινική Αμερική βγήκαν από το τέλμα, στέλνοντας τεράστιες ποσότητες προϊόντων στης ΗΠΑ. Όλη αυτή η ανορθόδοξη κατάσταση συνοψίστηκε στο λόγο ενός πρώην προέδρου της FED. «Η μοίρα της παγκόσμιας οικονομίας εξαρτάται τώρα ολοκληρωτικά από την ανάπτυξη της αμερικάνικης οικονομίας, που με την σειρά της εξαρτάται από το χρηματιστήριο, του οποίου η ανάπτυξη εξαρτάται από 50 περίπου μετοχές, εκ των οποίων οι μισές δεν έχουν καταγράψει ποτέ κέρδη». Όλο αυτό συνοψίζει επιγραμματικά την νέα παράλογη περίοδο που είχε εισέλθει η παγκόσμια οικονομία.
Όλη αυτή η ευεξία κράτησε πολύ λίγο. Όταν την άνοιξη του 2000, μια σειρά από καταστροφικούς απολογισμούς για τα επιχειρηματικά κέρδη, πυροδότησε μια μακρόχρονη έντονη βουτιά των τιμών των μετοχών, που τον Σεπτέμβρη του 2002 θα έριχνε τους δείκτες S&P κατά 185% και τον NASDAQ κατά 400% αντίστοιχα.
Η κατάρρευση του χρηματιστηρίου στέρησε την Αμερικάνικη οικονομία απ τον μηχανισμό, που από το 1995 είχε γίνει περισσότερο απαραίτητος από ποτέ για την ώθηση της αμερικάνικης και συνάμα της παγκόσμιας οικονομικής επέκτασης, την πλασματική δηλαδή εφορία πλουτισμού από τις αυξανόμενες αξίες των περιουσιακών στοιχείων.
Με την αντιστροφή αυτής της εφορίας πλουτισμού που επέφερε η κατάρρευση του χρηματιστηρίου και χωρίς να υπάρχει άλλος μηχανισμός για να τον αντικαταστήσει, η αμερικάνικη οικονομία εισήλθε σε μια τρομακτική φάση ελεύθερης πτώσης. Η φάση της κρίσης αυτής αποτιμημένη σε νούμερα είναι τραγική. Εδώ μόνο ένα. Οι απώλειες που κατέγραψαν οι εταιρίες των νέων τεχνολογιών στους δώδεκα μήνες μετά το 2000 φτάνουν τα 148,3 δις δολάρια, ποσό που ξεπερνάει κατά πολύ τα 145 δις δολάρια κέρδη που είχαν πραγματοποιήσει όλη την προηγούμενη πενταετία. Η ειρωνική αποτίμηση αυτής της κατάστασης περιγράφεται στη φράση του αντιπροέδρου της Fed. «Κρίνοντας εκ των υστέρων, το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 90 δεν υπήρξε ποτέ».
Η επακόλουθη κατάρρευση της αμερικάνικης οικονομίας που είχε αποτελέσει το τελευταίο καταφύγιο για την παγκόσμια οικονομία, μεταδόθηκε σύντομα και στον υπόλοιπο κόσμο. Μεταξύ 2000 και 2001, η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης στις ΗΠΑ μειώθηκε στο μισό, με αποτέλεσμα οι πραγματικές εισαγωγές να κατρακυλήσουν από το 13,1% που ήταν το 2000 στο μείον 2,7% το 2001. Την ίδια περίοδο η αύξηση του παγκοσμίου εμπορίου, κατέρρευσε από 10% το 2000 στο -0,4% το 2001, μια πτώση 11 ποσοστιαίων μονάδων μέσα σε ένα χρόνο. Το γεγονός αυτό αποκάλυψε με τον πιο άμεσο τρόπο την εξάρτηση της παγκόσμιας οικονομίας απ την αμερικάνικη ζήτηση. Για άλλη μια φορά το σύστημα φάνηκε να οδηγείται σε βαθειά ύφεση.
Σαν απάντηση η Fed στην προσπάθεια της να ανακόψει αυτή την τάση, μείωσε με πολύ βιασύνη τα επιτόκια δανεισμού κατατεθειμένων διαθεσίμων κατά 5,5 ποσοστιαίες μονάδες μέσα σε δυο χρόνια μηδενίζοντας τα. Παρόλα αυτά η εκστρατεία μείωσης των επιτοκίων επηρέασε ελάχιστα το δομικό πρόβλημα της υπερβολικά μεγάλης παραγωγικής δυναμικότητας και η οποία οδηγούσε σε υπερβολικά χαμηλά ποσοστά κέρδους.
Με μια τεράστια υπερεπάρκεια μέσων παραγωγής και έχοντας λυγίσει κάτω από το βάρος του χρέους τους οι επιχειρήσεις δεν είχαν κανένα κίνητρο να αυξήσουν τις επενδύσεις και την απασχόληση, και συνεπώς κανένα ενδιαφέρων για να δανειστούν. Αντιθέτως, είχαν κάθε λόγο να επιβραδύνουν τη συσσώρευση κεφαλαίου και να μειώσουν το κόστος τους μέσω περικοπών στις θέσεις εργασίας, στις εγκαταστάσεις και στον μηχανικό εξοπλισμό, και ταυτόχρονα να χρησιμοποιήσουν την πτώση των επιτοκίων για να μειώσουν τα χρέη τους. Και αυτό έκαναν.
Για άλλη μια φορά η οικονομία φάνηκε να διασώζεται από την κρίση του 2002 από μια σειρά παράγοντες που δεν είναι της ώρας να αναπτυχθούν εκτενώς σ’ αυτό το κεφάλαιο: παράγοντες, όπως η μείωση του επιτοκίου διαθεσίμων καταθέσεων, η μείωση του κόστους του μακροπρόθεσμου δανεισμού, η συνεχώς αύξουσα αγορά όλο και περισσότερων περιουσιακών στοιχείων εκφρασμένων σε δολάρια από τις χώρες της ανατολικής Ασίας και τις μικρές τίγρεις, με στόχο να συντηρήσουν την ανταγωνιστικότητα των νομισμάτων τους και να επιδοτήσουν τις εξαγωγές τους. Ακόμα και η ίδια η επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας ήταν και αυτός παράγοντας της διάσωσής της.
Παρόλα αυτά, και ενώ η απόλυτα αυτή φτηνή πίστωση δεν χρησιμοποιήθηκε στην βιομηχανία, και ταυτόχρονα δεν μπόρεσε να επηρεάσει και πάλι το χρηματιστήριο όπως στην κρίση του 95- 97, εν τούτοις το μειωμένο κόστος του δανεισμού κατάφερε τελικά για άλλη μια φορά να πετύχει νέες ανόδους στις τιμές των περιουσιακών στοιχείων, σε εκείνους τους τομείς της οικονομίας που παρουσιάζουν μεγαλύτερη ευαισθησία στα επιτόκια, όπως οι κατοικίες και η κερδοσκοπία μέσω του δανεισμού.
Έτσι, σε συνδυασμό και σε συνάρτηση με τους παραπάνω παράγοντες, το αποτέλεσμα ήταν η φούσκα στις κατοικίες να πάρει την σκυτάλη απ την φούσκα του χρηματιστηρίου και μάλιστα, κάτι εντελώς παράξενο σε μια περίοδο ύφεσης και πτώσης των τιμών του χρηματιστηρίου. Η επίδραση αυτής της φούσκας στην λειτουργία της οικονομίας θα ήταν, όπως αποδείχτηκε ιστορικής σημασίας. Με τον ίδιο λίγο πολύ τρόπο που είχαν εκτοξευτεί οι τιμές των μετοχών, όμως σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό, η φούσκα της τιμής των οικιστικών ακινήτων ανερχόμενη συνεχώς σε όλο το διάστημα του κύκλου, συνέβαλε στην δημιουργία ενός κατακλυσμού δανείων, επειδή αύξησε με πρωτοφανή τρόπο τον πλούτο των νοικοκυριών.
Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, ο τραπεζικός δανεισμός των νοικοκυριών με υποθήκη την συνεχών ανεβασμένη αξία των σπιτιών τους, να αυξάνεται με πρωτοφανή τρόπο. Ουσιαστικά, σε όλη την διάρκεια του οικονομικού κύκλου, ο δανεισμός των νοικοκυριών γενικά, αλλά και ειδικότερα με την μορφή των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων να σπάσει όλα τα προηγούμενα ρεκόρ σαν ποσοστό του ΑΕΠ, με αποτέλεσμα τα νοικοκυριά να διπλασιάσουν το χρέος τους ως προς το ατομικό διαθέσιμο εισόδημά τους, απ το διάστημα 2000 ως το 2007. Στην διάρκεια αυτή η ιδιωτική κατανάλωση και οι επενδύσεις στην κατοικία αυξήθηκαν με αλματώδεις ρυθμούς, κατακτώντας σε ετήσια βάση 2,9% και 6% αντίστοιχα, με αποτέλεσμα, σ αυτές τις δύο ενέργειες μαζί να οφείλεται το 98% της αύξησης του ΑΕΠ στις ΗΠΑ, απ το 2001 ως το 2007.
Την ίδια περίοδο, οι αμερικάνικες οικονομικές αρχές στράφηκαν ξανά στον κλασικό κεϊνσιανισμό, αντιστρέφοντας την υπάρχουσα τάση για ισοσκελισμένο προϋπολογισμό, δημιουργώντας τεράστια ελλείμματα στον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό, με την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών λόγο του πολέμου στο Ιράκ και την μείωση της φορολογίας των πλουσίων. Έτσι ενώ το 2003 το πλεόνασμα του κρατικού προϋπολογισμού ανερχόταν σε 3% του ΑΕΠ κατρακύλησε σε -3.6% του ΑΕΠ μέσα σε τρία χρόνια.
Η αύξηση των περιουσιακών στοιχείων των νοικοκυριών σαν αποτέλεσμα της αύξησης του δανεισμού ενυπόθηκων δανείων μειωμένης εξασφάλισης σε συνδυασμό με την αύξηση του δημοσίου χρέους, είχαν σαν αποτέλεσμα να δώσουν ξανά μια συντριπτική ώθηση στην αμερικάνικη οικονομία και στην αύξηση της κατανάλωσης από μέρους των νοικοκυριών, μετατρέποντας ξανά την αμερικάνικη οικονομία στον καταναλωτή της παγκόσμιας παραγωγής.
Το δρόμο αυτό που χάραξαν οι Αμερικάνικες οικονομικές αρχές, τον αντέγραψαν και τον ακολούθησαν μια σειρά χώρες. Η εμφανής αύξηση της κατανάλωσης και η πλασματική εφορία που προξενούσε στην οικονομία η πρόσβαση σε φτηνό δανεισμό, έσπρωξε μια σειρά ευρωπαϊκές χώρες όπως Ελλάδα, Ισπανία, Ιταλία, Πορτογαλία, χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και αλλού, να μπουν σ’ αυτόν τον επικίνδυνο δρόμο, παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι η υπερβάλλουσα κατανάλωση στηριγμένη στις εισαγωγές άρα στην επιδείνωση του εμπορικού τους ισοζυγίου, αλλά και στο χρέος των νοικοκυριών θα αποτελούσε δυναμίτη στα θεμέλια των οικονομιών τους.
Η Ελλάδα μάλιστα, ενίσχυσε όχι μόνο τον ενυπόθηκο δανεισμό των ακινήτων, αλλά κράτησε και όλες τις προηγούμενες Κεϋνσιανες πολιτικές αυξάνοντας τον δημόσιο και εταιρικό δανεισμό δημιουργώντας μ’ αυτόν τον τρόπο ένα απίθανο σπιράλ δημόσιων και εταιρικών επενδύσεων, που όμοιό του δεν είχε γνωρίσει στο παρελθόν η ελληνική οικονομία.
Όπως ήταν φανερό σε όλους, η τροφοδοτούμενη επέκταση της οικονομίας από την άνοδο του χρέους των νοικοκυριών μέσω του δανεισμού τους, το οποίο έσπρωχνε σε μια συνεχή άνοδο τις τιμές των κατοικιών, είχε εσωτερικά όρια. Η συνεχείς αύξηση των τιμών των κατοικιών περιόριζε όλο και περισσότερο την πρόσβαση στην αγορά κατοικίας όλο και σε μεγαλύτερα κομμάτια της μεσαίας τάξης, φέρνοντας ολοένα και ποιο κοντά την εξαρτημένη από την φούσκα ανάπτυξη σένα πρόωρο τέλος.
Για να συνεχίσει να δίνει ώθηση στην αύξηση του ΑΕΠ, μέσω της αύξησης του δανεισμού, της κατανάλωσης και των επενδύσεων στις κατοικίες, ήταν απαραίτητο η Fed, αλά και οι υπόλοιπες κεντρικές τράπεζες που είχαν μπει σ’ αυτό το επικίνδυνο παιχνίδι, όχι μόνο να κρατάει τα επιτόκια βραχυπρόθεσμου δανεισμού χαμηλά, αλλά να βρει τρόπο να δώσει την δυνατότητα σε όλο και λιγότερο φερέγγυους δανειολήπτες να αγοράζουν σπίτια σε όλο και υψηλότερες τιμές.
Για να καταφέρει η Fed κάτι τέτοιο, υιοθέτησε συνειδητά την πολιτική των μειωμένων κριτηρίων που απαιτούνταν να πληροί κανείς για να έχει πρόσβαση στον ενυπόθηκο δανεισμό, υποβοηθώντας έτσι την νεοεμφανιζόμενη αγορά ενυπόθηκων δανείων μειωμένης εξασφάλισης (η υψηλού κινδύνου). Στην Ελλάδα μάλιστα αυτό μεταφράστηκε σε χορήγηση δανείων χωρίς ούτε καν την έγκριση του δανειολήπτη.
Μέσα από διάφορα επικίνδυνα και υψηλού ρίσκου κανάλια, και κάτω από τις ευλογίες και την καθοδήγηση από ένα σκιώδες τραπεζικό σύστημα που στήθηκε παράλληλα με την αγορά και πώληση ρέπος, στήθηκε ένας χορός από αγορές και πωλήσεις ενυπόθηκων δανείων μειωμένης εξασφάλισης, τιτλοποιήσεις υποθηκών και η πώληση τους σε διάφορους επενδυτές με σκοπό όχι πια το κέρδος από τους τόκους, αλλά το κέρδος από τις προμήθειες πώλησης.
Με όλες αυτές τις αιτίες που νομίζω ότι δεν είναι εδώ ο χώρος να επεκταθούμε πάνω σ’ αυτές, η διόγκωση των ενυπόθηκων δανείων μειωμένης εξασφάλισης, πυροδότησε την αγορά κατοικίας και μαζί της την ευεξία της πλασματικής αύξησης των περιουσιακών στοιχείων και της κατανάλωσης πράγμα που έδωσε για λίγο ακόμα χρονικό διάστημα μια ώθηση στην κατανάλωση στην έτσι και αλλιώς καταρρέουσα επέκταση.
Όταν η άνοδος στις τιμές των κατοικιών έφτασε στο ζενίθ το 2006, η αγορά κατοικίας μην αντέχοντας να συνεχίσει να αυτοτροφοδοτεί την άνοδο στις τιμές των κατοικιών, κατέρρευσε. Αυτό δημιούργησε μια αντίστροφη πορεία, οδηγώντας σε ολοκληρωτική κατάρρευση του συνόλου της πιστωτικής αγοράς και των τραπεζικών δραστηριοτήτων. Και αυτό γιατί η ουσιαστική δυσκολία ήταν – και εξακολουθεί και σήμερα να είναι- όχι η ανεπάρκεια προσφοράς πίστωσης – τα πλεονασματικά κεφάλαια υπερβαίνουν στο τετράγωνο την παγκόσμια ζήτηση – αλλά η έλλειψη ζήτησης πίστωσης. Σε όλη την διάρκεια του κύκλου 2000 – 2008, οι επιχειρήσεις είχαν περιορίσει τις επενδύσεις και την απασχόληση, δανειζόμενες λίγα και μάλιστα για να αγοράσουν μετοχές και χρεόγραφα.
Ήταν απολύτως λογικό ότι τώρα που οι καταναλωτικές δαπάνες μειώνονταν κατακόρυφα, η ζήτηση έπεφτε και τα κέρδη βυθίζονταν, δεν θα άρχιζαν να συνάπτουν δάνεια και να επεκτείνονται όσο φτηνός και αν ήταν ο δανεισμός. Απ την άλλη μεριά τα νοικοκυριά, τα οποία είχαν αποτελέσει την κύρια δύναμη της οικονομικής επέκτασης σε όλη την περίοδο του κύκλου, βλέποντας τον πλούτο τους να εξανεμίζεται με την κατάρρευση των τιμών των σπιτιών τους και με βουνά από χρέη που είχαν συσσωρεύσει σε όλη τη διάρκεια της φούσκας στις κατοικίες, σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη αύξηση της ανεργίας, είναι παράλογο να περιμένει κανείς να κάνουν κάτι άλλο από το να περιορίσουν το δανεισμό και τις δαπάνες τους.
Όλοι ξέρουμε ότι τα θαύματα δεν κρατούν πάνω από δύο μέρες. Δεν χρειαζόταν να είναι κανείς μάντης για να προβλέψει ότι, όπως και η φούσκα του χρηματιστηρίου της δεκαετίας του 90, έτσι και η φούσκα στις κατοικίες της δεκαετίας του 2000 δεν θα μπορούσε να κρατήσει για πολύ και ότι όταν θα έσκαγε η αμερικάνικη οικονομία θα κατέρρεε, συμπαρασύροντας μαζί της και την παγκόσμια οικονομία, η οποία ήταν απόλυτα εξαρτημένη μαζί της.
Η κρίση αυτή, όπως δείχνουν σήμερα τα πράγματα αποδείχτηκε ότι είχε κοσμοϊστορικές συνέπειες. Όταν η αγορά ενυπόθηκων δανείων κατέρρευσε, μαζί της κατέρρευσε και ο μηχανισμός του μηδενικού αθροίσματος, που με τον ένα η τον άλλο τρόπο, σε όλη την προηγούμενη περίοδο λειτουργούσε συμπληρωματικά βοηθώντας η μια οικονομία την άλλη να ξεπερνάει την κρίση.
Μαζί του διαλύθηκε κάθε μορφή δεσμού που κρατούσε την παγκόσμια οικονομία σε συνοχή. Ξεκινώντας ο νέος κύκλος ύφεσης παγκόσμια, ο σκληρός ανταγωνισμός που προϋπήρχε, σαν αποτέλεσμα της αργόσυρτης ανάπτυξής, μετατράπηκε σε ένα οξύτατο εμπορικό πόλεμο. Δέκα χρόνια μετά το σκάσιμο της φούσκας των ακινήτων στη Αμερική και χωρίς να υπάρχει κάτι που θα μπορούσε να αντικαταστήσει την πιστωτική επέκταση, τρία μεγάλα οικονομικά μπλοκ κατασπαράσσουν το ένα το άλλο στην αρένα της παγκόσμιας αγοράς, προσπαθώντας να κρατήσουν η να ενισχύσουν τα μερίδια τους στην αγορά.
Με δεδομένο το γεγονός του αδιεξόδου της παγκόσμιας οικονομίας να ξεπεράσει την υπερβάλλουσα παραγωγή, σαν αποτέλεσμα της πλεονάζουσας παραγωγικής δυναμικότητας, με αποτέλεσμα να αδυνατεί να αντικαταστήσει τα υψηλού κόστους και χαμηλής παραγωγικότητας τεχνικό εξοπλισμό και να αυξήσει την κερδοφορία του κεφαλαίου, η πτώση του ποσοστού του κέρδους στην βιομηχανία συμπαρασύρει όλους τους άλλους κλάδους στον κατήφορο.
Όσο η παγκόσμια οικονομία σέρνονταν σε μια αργόσυρτη ανάπτυξη, ο μηχανισμός του μηδενικού αθροίσματος, εξακολουθούσε να λειτουργεί καταναγκαστικά όλη αυτή την περίοδο πάνω στις κρίσεις. Όλη η πενηντάχρονη πορεία της παγκόσμιας οικονομίας συμπυκνώνεται σ αυτές τις τρεις κατά βάση αλλαγές. Έτσι μετά την πρώτη περίοδο της διόγκωσης του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους μέσω της διευκόλυνσης της πίστωσης με την Κεϋνσνιανη πολιτική για πάνω από 20 χρόνια, μετά την εγκατάλειψη της, ξεκίνησε η οικονομία της φούσκας με την άνοδο των τιμών των τίτλων και των περιουσιακών στοιχείων στην αρχή με την φούσκα του χρηματιστηρίου, για να συνεχιστεί με την φούσκα των ακινήτων. Όταν αυτή έσκασε διέλυσε και το «παίγνιο» του μηδενικού ελλείμματος που την στήριζε.
Ένας προσεκτικός αναγνώστης, θα παρατηρήσει πολύ εύκολα σ’ αυτήν την ιστορική διαδρομή ομοιότητες με της επιμέρους εθνικές οικονομίες. Θα διαπιστώσει ότι το δρόμο αυτό ακολούθησαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο η μια χώρα μετά την άλλη, συμβάλλοντας η κάθε μια με τον τρόπο της στην λειτουργία της φούσκας μέσω της αύξησης του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους, με την διαφορά ότι μετά το ξέσπασμα της κρίσης, δεν είχαν όλες την ίδια αντοχή στο ξεπέρασμα της, και την ίδια αντιμετώπιση από τις πολυεθνικές των τραπεζών. Η Ελλάδα είναι το χαρακτηριστικότερο δείγμα αυτής της εικόνας και της αντιμετώπισης που είχε από το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα. Αυτό όμως είναι ένα κεφάλαιο με το οποίο δεν θα ασχοληθούμε εδώ.
Το κεφάλαιο αυτό, όπως είναι κατανοητό δεν έχει σκοπό, αλλά δεν είναι και δυνατόν να αναλύσει την πορεία των τελευταίων 50 χρόνων όλης της παγκόσμιας οικονομίας. Σκοπό έχει να προσπαθήσει να δώσει σε αδρές γραμμές την εξέλιξη της πορείας και της αδυναμίας ταυτόχρονα των παραγωγικών δυνάμεων να δώσουν ώθηση στην κερδοφορία του κεφαλαίου, και με αφορμή την αδυναμία αυτή, την αναγκαστική μετατροπή του χρηματοπιστωτικού τομέα σε κινητήρια δύναμη ανάπτυξης της παραγωγής μέσω της επέκτασης της πίστωσης και της διόγκωσης του χρέους, και σαν συνέπεια αυτής, την επέκτασης της κατανάλωσης. Μια πραγματικότητα η οποία δεν επιλέχτηκε αλλά επιβλήθηκε στην παγκόσμια οικονομία, λόγο της συνεχούς αυξανόμενης υπερπαραγωγής, αναγκάζοντας τις πολιτικές και οικονομικές ελίτ να ακολουθούν τις εξελίξεις, υποταγμένες σε δυνάμεις πέρα και πάνω απ τον έλεγχο τους.
Οι διάφορες καμπές που ξετυλίχτηκαν όλη αυτή περίοδο της αργόσυρτης ανάκαμψης, η αλληλοεπίδραση που είχε η μια οικονομία στην άλλη και όλες μαζί στην παγκόσμια, η μεταξύ τους αλληλεξάρτηση από την πορεία τους και το σφιχταγκάλιασμα τους στην παγκόσμια αγορά, είχε πολλές καμπές, στροφές, βυθίσεις και ανόδους. Όπως καταλαβαίνουμε, η ανάλυση της πενηντάχρονης πορείας του μακρού κύματος ύφεσης δεν χωράει σε δέκα σελίδες και πάνω απ όλα δεν είμαι εγώ αυτός που θα το κάνει. Αυτό που έχει σημασία όμως είναι να δούμε σε αδρές γραμμές την πορεία για να κατανοήσουμε την κατάσταση του σήμερα.