Ο επαγγελματικός αθλητισμός στο ελληνικό ποδόσφαιρο και το μπάσκετ δημιουργήθηκε στη χώρα μας ως αποτέλεσμα ενός διεθνούς κινήματος «επιχειρηματικής» επένδυσης που προσδοκούσε άμεσες και κυρίως έμμεσες κερδοφορίες.
Οι εγχώριοι επιχειρηματίες, υποστηριζόμενοι από αθλητικά στελέχη με «κομματικά» στηρίγματα, διέβλεψαν ότι οι έμμεσες εμπορικές διευκολύνσεις μέσω της άσκησης πίεσης από ομάδες με μεγάλες οπαδικές αναφορές θα τους εξασφάλιζαν την προστασία σε οποιαδήποτε δράση τους.
Παντελής Κωνσταντινάκος*
Με αυτή την «επιχειρηματική» διάσταση εισήλθαν στις γνωστές ομάδες ποδοσφαίρου και μπάσκετ μεγάλα ονόματα – όμιλοι ως επενδυτές, όπου μέσω της ιδιοκτησίας ασκούν εμπορική δραστηριότητα με σκοπό φυσικά το κέρδος.
Πώς όμως μπορεί μια ομάδα να παράγει «κέρδος» σε έναν επενδυτή επιχειρηματία όταν το προς πώληση «προϊόν» δεν έχει άμεση απόδοση ως καταναλωτικό «είδος», αφού τα έσοδα από εισιτήρια, διαφημίσεις κ.λπ. υπολείπονται των εξόδων συντήρησης και λειτουργίας της ομάδος;
Σε αυτό το ερώτημα η απάντηση πρέπει να δοθεί με επιστημολογικά και επιχειρηματικά εργαλεία που αντανακλούν την «απόδοση» του κέρδους όχι μόνο ως οικονομική διάσταση, αλλά κυρίως ως «δύναμη, κύρους και μαζικής αποδοχής» σε λαϊκές πληθυσμιακές ομάδες με προοπτικές ελέγχου και χειραγώγησης.
Δηλαδή «εξουσία» με χρήση σε πολιτικές κυβερνήσεων που θα μπορούν να επιβάλλουν για άλλες δικές τους επιχειρηματικές δραστηριοποιήσεις με σκοπό την εξασφάλιση ευνοϊκών προϋποθέσεων, κυρίως σε αυτές που αφορούν κρατικού – δημόσιου ενδιαφέροντος δράσεις και ειδικότερα έναντι άλλων διεκδικητών – ανταγωνιστών.
Το φαινόμενο αυτής της επιχειρηματικής δραστηριοποίησης στον ελληνικό αθλητισμό ξεκίνησε μεταπολιτευτικά και έφτασε στην κορύφωσή του με τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Στη συνέχεια άρχισε η σταδιακή απεξάρτηση, αφού οι «επενδυτές» διέβλεψαν ότι η μελλοντική πορεία του αθλητικού προϊόντος δεν έχει προοπτικές, απλά παρέμειναν «εγκλωβισμένοι» μέχρι σήμερα αναζητώντας την «ευκαιρία» διαφυγής.
Ετσι βλέπουμε σε μια τριακονταετή διαχρονικότητα συγκεκριμένους επιχειρηματίες να ασχολούνται με λίγες ομάδες, εξασφαλίζοντας τουλάχιστον έτσι την αναγκαία «ασυλία» που χρειάζονται για τις εσωτερικές τους εμπορικές λειτουργίες.
Σίγουρα υπάρχει μια μικρή αλλαγή με νέους επενδυτές που αντικαθιστούν κάποιους φθαρμένους όπου η «ταυτοποίησή» τους με κυβερνητικές πολιτικές ερμηνεύει την όποια δυναμική που δείχνουν στα αθλητικά δρώμενα.
Ο έλεγχος του ανταγωνιστικού αθλητισμού από συγκεκριμένα επιχειρηματικά συμφέροντα μπορεί να έχει πολλαπλές αναφορές στις κοινωνικές λειτουργίες, ειδικότερα σε ό,τι αφορά το παραγόμενοψυχαγωγικό προϊόν ως αναγκαίο αγαθό μαζικής κατανάλωσης.
Αυτό τελικά είναι το σημαντικότερο γεγονός ενός «επενδυτή» γνώστη της δυναμικής που έχει το αθλητικόψυχαγωγικό θέαμα, γι’ αυτό η χρησιμοποίησή του έχει ποικίλες διαστάσεις μέσω διαφοροποιημένων χρήσεων και επακόλουθων αποτελεσμάτων. Οπως τα φαινόμενα των «βιαιοτήτων» στον ανταγωνιστικό ελληνικό αθλητισμό, τα οποία ενώ έχουν μεγιστοποιηθεί δεν γνωστοποιούνται, αφού η διαχείριση της στοχοθεσίας τους γίνεται ελεγχόμενα και χρησιμοποιούνται ως εργαλεία «πίεσης» προς κάθε κατεύθυνση.
Επίσης ο επιχειρηματικός έλεγχος σε συγκεκριμένες ομάδες στο ποδόσφαιρο και το μπάσκετ έχει διεθνή απήχηση, με τα επενδυτικά ενδιαφέροντα να αποκτούν ευρύτερη αναφορά για δραστηριότητες που ξεπερνούν την ελληνική πολιτική και εμπορική λειτουργία.
Η «επαγγελματοποίηση» του αθλητισμού στο ποδόσφαιρο και το μπάσκετ έχει αυξηθεί με εξωγενείς παράγοντες επηρεασμού και διαμόρφωσης των αποτελεσμάτων, καθιστώντας έτσι αδύνατο τον οιονδήποτε θεσμικό έλεγχο για «δίκαιο και ισότιμο» ανταγωνισμό.
Οι πολιτικές διαχείρισης του ανταγωνιστικού αθλητισμού στη χώρα μας διαχρονικά παραμένουν στη λογική τής «αυστηροποίησης» του θεσμικού πλαισίου, θεωρώντας την κατασταλτική διαδικασία ως τον μηχανισμό πρόληψης και διόρθωσης της όποιας παραβατικότητας συμβαίνει.
Τελικά η ψυχαγωγία ως αγαθό της όποιας «παίγνιας» δράσης που προσφέρεται σε μαζική θέαση να μην αντανακλάται στους πολίτες, αφού και αυτό το γεγονός με την όποια διαχρονική χρήση του αλλά κυρίως στα αθλητικά παιχνίδια να αποτελεί για τη χώρα μας αναξιόπιστο είδος.
* καθηγητής Πανεπιστημίου Πελοποννήσου
efsyn.gr








