Ο Μάης των μαζών: το κίνημα της Πλατείας Τιενανμέν

Ο Μάης των μαζών: το κίνημα της Πλατείας Τιενανμέν

  • |

H 4η Ιούνη είναι η 30η επέτειος της σφαγής στην Πλατεία Τιενανμέν, την οποία οι περισσότεροι θυμούνται. Ωστόσο αξίζει να θυμόμαστε και το κίνημα που ξέσπασε τον Μάη πριν πνιγεί στο αίμα. Γι’ αυτό γράφει ο Τσάρλι Χορ (αρθρογράφος που ασχολείται συστηματικά με την Κίνα) σε άρθρο του για την 25η επέτειο στο RS21.org.uk που αναδημοσιεύτηκε από το ίδιο σάιτ και στη φετινή επέτειο, με τα συμπεράσματά του στο τέλος να διατηρούν ακέραια την αξία τους και σήμερα.

Τσάρλι Χορ | μετάφραση Πάνος Πέτρου

 

Πριν 25 χρό­νια, ένα μα­ζι­κό κί­νη­μα δια­μαρ­τυ­ρί­ας ξέ­σπα­σε σε όλες τις πό­λεις της Κίνας, απο­τε­λώ­ντας την με­γα­λύ­τε­ρη πρό­κλη­ση απέ­να­ντι στους κυ­βερ­νή­τες της χώρας από το 1949 και μετά. Το κί­νη­μα της Πλα­τειάς Τιε­ναν­μέν, όπως έγινε γνω­στό, συ­νή­θως το θυ­μό­μα­στε εξαι­τί­ας της τρο­μα­κτι­κής σφα­γής που έβαλε τέλος σε αυτό.

Στις 4 Ιούνη του 1989, στρα­τιω­τι­κά συ­ντάγ­μα­τα και τανκς επέ­λα­σαν βίαια μέσα στην καρ­διά του Πε­κί­νου, σκο­τώ­νο­ντας εκα­το­ντά­δες –ή και  χι­λιά­δες– δια­δη­λω­τές. Ακόμα πε­ρισ­σό­τε­ρες χι­λιά­δες σκο­τώ­θη­καν ή εξα­φα­νί­στη­καν στο κύμα κα­τα­στο­λής που ακο­λού­θη­σε.

Είναι δί­καιο να τους θυ­μό­μα­στε και να τι­μού­με αυτήν τη μέρα, για να υπεν­θυ­μί­ζου­με στους ηγέ­τες της Κίνας το έγκλη­μά τους. Αλλά είναι εξί­σου ση­μα­ντι­κό να θυ­μό­μα­στε για τι αγω­νί­στη­καν αυτοί οι άν­θρω­ποι και την έμπνευ­ση που είχε προ­κα­λέ­σει το κί­νη­μα όταν βρι­σκό­ταν στην κο­ρύ­φω­σή του.

Η Κίνα το 1989 ήταν πολύ δια­φο­ρε­τι­κή από τη σύγ­χρο­νη Κίνα. Οι οι­κο­νο­μι­κές με­ταρ­ρυθ­μί­σεις που είχε προ­ω­θή­σει ο Ντενγκ Ξια­ο­πίνγκ στα τέλη της δε­κα­ε­τί­ας του ’70 είχαν οδη­γή­σει σε μια ση­μα­ντι­κή άνοδο του επι­πέ­δου ζωής, κυ­ρί­ως στην ύπαι­θρο όπου ζούσε ακόμα τότε η με­γά­λη πλειο­ψη­φία του πλη­θυ­σμού της Κίνας. Αυτό συ­νο­δευό­ταν από πε­ριο­ρι­σμέ­νες κοι­νω­νι­κές και πο­λι­τι­κές με­ταρ­ρυθ­μί­σεις, οι οποί­ες έβα­λαν τέλος σε αρ­κε­τούς από τους μι­κρο­ε­λέγ­χους πάνω στην κα­θη­με­ρι­νή ζωή, που απο­τε­λέ­σουν τον κα­νό­να στην Πο­λι­τι­στι­κή Επα­νά­στα­ση.

Αυτές οι νέες ελευ­θε­ρί­ες οδη­γή­σαν κά­ποιους –ιδιαί­τε­ρα νέους ερ­γά­τες και φοι­τη­τές- να απαι­τή­σουν πε­ρισ­σό­τε­ρα, και η δε­κα­ε­τία του ’80 ση­μα­δεύ­τη­κε από ένα πλή­θος φοι­τη­τι­κών δια­δη­λώ­σε­ων. Η άνο­δος του Ντενγκ στην εξου­σία είχε συ­νο­δευ­τεί επί­σης από την εμ­φά­νι­ση ενός βρα­χύ­βιου κι­νή­μα­τος «Τεί­χους Δη­μο­κρα­τί­ας», στο οποίο νε­α­ροί ερ­γά­τες που είχαν εξο­ρι­στεί στην ύπαι­θρο στη διάρ­κεια της Πο­λι­τι­στι­κής Επα­νά­στα­σης, δη­μο­σί­ευ­σαν εκ­κλή­σεις για με­γα­λύ­τε­ρες ελευ­θε­ρί­ες. Αυτά τα δύο στοι­χεία επηρ­ρέ­α­σαν αρ­κε­τά τα γε­γο­νό­τα του 1989.

Αλλά το πιο ση­μα­ντι­κό ήταν η αλ­λα­γή του κλί­μα­τος στην οι­κο­νο­μία. Οι βελ­τιώ­σεις των αρχών της δε­κα­ε­τί­ας του ’80 απει­λού­νταν από τον πλη­θω­ρι­σμό και την ερ­γα­σια­κή ανα­σφά­λεια. Η επι­στρο­φή της ελεύ­θε­ρης αγο­ράς σή­μαι­νε ότι όταν υπήρ­χαν δυ­σκο­λί­ες στη προ­μή­θεια τρο­φί­μων, οι τιμές αυ­ξά­νο­νταν τα­χύ­τα­τα. Στις αρχές του 1989 ο πλη­θω­ρι­σμός στις πό­λεις ήταν ο υψη­λό­τε­ρος από το 1949 και μετά.

Η υπερ­θέρ­μαν­ση της οι­κο­νο­μί­ας και μια επα­κό­λου­θη επέ­λα­ση λι­τό­τη­τας σή­μαι­νε επί­σης ότι πάρα πολλά ερ­γο­στά­σια έκλει­σαν ή απέ­λυ­σαν ερ­γά­τες. Οι οι­κο­νο­μι­κές δυ­σκο­λί­ες προ­κά­λε­σαν ημι-δη­μό­σιες δια­φω­νί­ες μέσα στην άρ­χου­σα τάξη της Κίνας.

Ήταν μια κρίση οι­κο­νο­μι­κής πο­λι­τι­κής, που προ­κα­λού­νταν από μια ανι­σόρ­ρο­πη ανά­πτυ­ξη κι όχι από ύφεση, αλλά πα­ρό­λα αυτά πα­ρέ­με­νε η χει­ρό­τε­ρη κρίση μετά το 1949. Οι ερ­γά­τες που είχαν δει τις ζωές τους να βελ­τιώ­νο­νται, τώρα αντι­με­τώ­πι­ζαν τον κίν­δυ­νο να χά­σουν ό,τι είχαν κα­τα­κτή­σει κι είχαν απέ­να­ντί τους μια αδύ­να­μη και διαι­ρε­μέ­νη άρ­χου­σα τάξη. Το σκη­νι­κό ήταν έτοι­μο για μια κοι­νω­νι­κή έκρη­ξη, αλλά κα­νείς δεν πε­ρί­με­νε το μέ­γε­θος και την έκτα­ση όσων συ­νέ­βη­σαν.

Πώς ξε­κί­νη­σε

Το κί­νη­μα του 1989 ξε­κί­νη­σε με τον θά­να­το του κο­ρυ­φαί­ου πο­λι­τι­κού στε­λέ­χους Χου Για­ο­μπάνγκ, ο οποί­ος ήταν ένας από τους υπαρ­χη­γούς του Ντενγκ Ξια­ο­πίνγκ και θε­ω­ρού­ταν ο υπεύ­θυ­νος για πολ­λές από τις πο­λι­τι­κές με­ταρ­ρυθ­μί­σεις. Αν και ξε­κί­νη­σε ως κί­νη­μα τιμής της μνή­μης του, γρή­γο­ρα εξε­λί­χθη­κε γρή­γο­ρα σε κί­νη­μα επί­θε­σης σε άλ­λους πο­λι­τι­κούς και στην κυ­βερ­νη­τι­κή δια­φθο­ρά γε­νι­κό­τε­ρα, το οποίο κα­λού­σε σε με­γα­λύ­τε­ρες πο­λι­τι­κές και κοι­νω­νι­κές ελευ­θε­ρί­ες.

Εξερ­ρά­γη σε με­γέ­θη πολύ με­γα­λύ­τε­ρα από κάθε προη­γού­με­νη δια­μαρ­τυ­ρία. Τη μέρα της κη­δεί­ας του Χου, 150.000 φοι­τη­τές και υπο­στη­ρι­κτές τους κα­τέ­λα­βαν την Πλα­τεία Τιε­ναν­μέν, παρά την προ­σπά­θεια της κυ­βέρ­νη­σης να το απα­γο­ρεύ­σει. Το επό­με­νο σαβ­βα­το­κύ­ρια­κο υπή­ραξν δια­δη­λώ­σεις αλ­λη­λεγ­γύ­ης στους φοι­τη­τές σε του­λά­χι­στον 8 πό­λεις. Σε δύο από αυτές υπήρ­ξαν σο­βα­ρά επει­σό­δια και συ­γκρού­σεις.

Το ΚΚΚ επι­τέ­θη­κε στους φοι­τη­τές, χα­ρα­κτη­ρί­ζο­ντάς τους «αντε­πα­να­στά­τες» και αυτό βά­θυ­νε ακόμα πε­ρισ­σό­τε­ρο τη λαϊκή οργή. Τα ηγε­τι­κά στε­λέ­χη του κι­νή­μα­τος έστει­λαν φοι­τη­τές στους δρό­μους και στους χώ­ρους δου­λειάς για να κα­λέ­σουν τους ερ­γά­τες και τους πο­λί­τες να ενω­θούν μαζί τους.

Η αντα­πό­κρι­ση ήταν συ­γκλο­νι­στι­κή. Την Πέμ­πτη 28 Απρί­λη, πε­ρι­που 150.000 άν­θρω­ποι δια­δή­λω­σαν στους δρό­μους του Πε­κί­νου, με τους μι­σούς να είναι ερ­γά­τες. Η πο­ρεία κα­τέ­λη­ξε με μια έκ­κλη­ση για πα­νε­θνι­κές δια­δη­λώ­σεις στις 4 Μάη, στην 70ή επέ­τειο του αντι­ι­μπε­ρια­λι­στι­κού φοι­τη­τι­κού κι­νή­μα­τος που είχε βάλει σε κί­νη­ση το εθνι­κό κί­νη­μα της δε­κα­ε­τί­ας του ’20, μέσα από το οποίο γεν­νή­θη­κε και το ΚΚΚ.

Η 4η Μάη απο­τέ­λε­σε ένα ακόμα βήμα μπρο­στά για το κί­νη­μα, με δια­δη­λώ­σεις να γί­νο­νται και σε πό­λεις όπου νω­ρί­τε­ρα δεν είχε κι­νη­θεί τί­πο­τα, πα­ρό­τι σε κά­ποιες άλλες πό­λεις το μέ­γε­θος των δια­δη­λώ­σε­ων ήταν μι­κρό­τε­ρο από ότι στην αρχή. Το πιο ση­μα­ντι­κό ήταν ότι μετά τις 4 Μάη, η πρω­το­βου­λία κι­νή­σε­ων επέ­στρε­ψε στην πλευ­ρά της κυ­βέρ­νη­σης, καθώς η ηγε­σία του κι­νή­μα­τος δεν είχε κά­ποια σο­βα­ρή ιδέα για τα επό­με­να βή­μα­τα.

Αυτή η κα­τά­στα­ση άλ­λα­ξε απο­φα­σι­στι­κά στις 13 Μάη, όταν ξε­κί­νη­σε μια φοι­τη­τι­κή απερ­γία πεί­νας στην Πλα­τεία Τιε­ναν­μέν. Αρ­χι­κά ξε­κί­νη­σαν μόνο 200 φοι­τη­τές, αλλά σε λίγες μέρες ήταν πάνω από 1.000, ενώ πολ­λές επι­πλέ­ον χι­λιά­δες υπο­στη­ρι­κτών ενώ­θη­καν μαζί τους στην κα­τα­σκή­νω­ση.

Η χρο­νι­κή συ­γκυ­ρία ήταν εξαι­ρε­τι­κή –ο Ρώσος πρό­ε­δρος Γκορ­μπα­τσόφ ετοι­μα­ζό­ταν να κάνει την πρώτη επί­σκε­ψη Ρώσου ηγέτη στην Κίνα από την εποχή της σι­νο­σο­βιε­τι­κής ρήξης του 1962. Επρό­κει­το να είναι μια τε­ρά­στια δι­πλω­μα­τι­κή επι­τυ­χία για τον Ντενγκ, με τους δύο ηγέ­τες να εμ­φα­νί­ζο­νται μαζί στην Πλα­τεία Τιε­ναν­μέν μπρο­στά σε πλήθη που θα επευ­φη­μούν. Οι φοι­τη­τές κα­τέ­στρε­ψαν αυτό το σχε­δια­σμό.

Τη μέρα που έφτα­σε ο Γκορ­μπα­τσόφ, υπήρ­χαν 500.000 άν­θρω­ποι στην πλα­τεία. Την επο­μέ­νη ήταν ένα εκα­τομ­μύ­ριο, με τους ερ­γά­τες να πο­ρεύ­ο­νται προς την πλα­τεία σε ορ­γα­νω­μέ­να απο­σπά­σμα­τα από κάθε χώρο δου­λειάς. Την επό­με­νη μέρα ήταν δύο εκα­τομ­μύ­ρια. Σε του­λά­χι­στον 4 πό­λεις, φοι­τη­τές ορ­γά­νω­σαν απερ­γί­ες πεί­νας αλ­λη­λεγ­γύ­ης. Μόνο στο κέ­ντρο της Σα­γκά­ης είχαν κα­τα­σκη­νώ­σει 30.000 άν­θρω­ποι. Υπήρ­ξαν πο­ρεί­ες αλ­λη­λεγ­γύ­ης σε δε­κά­δες άλλες πό­λεις σε όλη την Κίνα.

Τη στιγ­μή που το κί­νη­μα έφτα­νε σε νέα ύψη, ξέ­σπα­σε κι ένα παν-μου­σουλ­μα­νι­κό κί­νη­μα στη δυ­τι­κή Κίνα, στη διάρ­κεια του οποί­ου έγι­ναν οι με­γα­λύ­τε­ρες θρη­σκευ­τι­κές δια­δη­λώ­σεις στην ιστο­ρία της Κίνας. Οι δια­δη­λώ­σεις αφο­ρού­σαν την κυ­κλο­φο­ρία ενός ισλα­μο­φο­βι­κού βι­βλί­ου, και κα­τά­φε­ραν να ενώ­σουν μου­σουλ­μά­νους από δια­φο­ρε­τι­κές εθνό­τη­τες σε του­λά­χι­στον 5 επαρ­χί­ες αλλά και στο Πε­κί­νο και τη Σαν­γκάη.

Η κυ­βέρ­νη­ση αντέ­δρα­σε πολύ γρή­γο­ρα, απα­γο­ρεύ­ο­ντας το βι­βλίο και ορ­γα­νώ­νο­ντας μα­ζι­κές πυρ­πο­λή­σεις του. Τα δύο κι­νή­μα­τα ήταν δια­κρι­τά, αλλά η άμεση απά­ντη­ση της κυ­βέρ­νη­σης σε αυτό το ζή­τη­μα έδει­χνε πόσο φο­βό­ταν την δυ­να­τό­τη­τα να εξα­πλω­θούν κι άλλο οι κι­νη­το­ποι­ή­σεις.

Στις 18 Μάη υπήρ­ξε μια τε­λι­κή από­πει­ρα να εκτο­νω­θούν οι δια­δη­λώ­σεις, με μια συ­νά­ντη­ση με­τα­ξύ υπουρ­γών και φοι­τη­τών ηγε­τών που με­τα­δό­θη­κε τη­λε­ο­πτι­κά. Οι υπουρ­γοί επι­χεί­ρη­σαν να «νου­θε­τή­σουν» τους φοι­τη­τές οι οποί­οι με τη σειρά τους γε­λοιο­ποί­η­σαν τους υπουρ­γούς. Την επό­με­νη μέρα ανα­κοι­νώ­θη­κε στρα­τιω­τι­κός νόμος, στρα­τεύ­μα­τα άρ­χι­σαν να με­τα­κι­νού­νται προς το Πε­κί­νο και η πόλη εξερ­ρά­γη.

Στρα­τιω­τι­κός νόμος

Ο Λαϊ­κός Απε­λευ­θε­ρω­τι­κός Στρα­τός είχε μπει στο Πε­κί­νο στις αρχές του 1949 ως απε­λευ­θε­ρω­τής. Σα­ρά­ντα χρό­νια μετά, η ιδέα ότι θα κα­τέ­στει­λε δια­δη­λώ­σεις ήταν αδια­νό­η­τη. Η δυ­σπι­στία με­τα­τρά­πη­κε σε οργή. Ερ­γά­τες σε όλη την πόλη έστη­σαν οδο­φράγ­μα­τα σε όλους τους με­γά­λους δρό­μους, πολ­λοί χώροι δου­λειάς «ερή­μω­σαν» και οι γραμ­μές του μετρό έκλει­σαν από ερ­γά­τες.

Μέσα σε δυο μέρες το σκη­νι­κό επέ­τρε­πε σε ένα Βρε­τα­νό αυ­τό­πτη μάρ­τυ­ρα να γρά­ψει:

«Η νύχτα του Σαβ­βά­του ήταν το πιο συ­γκλο­νι­στι­κό αν­θρώ­πι­νο θέαμα που έχω δει ποτέ. Ήταν εξω­πραγ­μα­τι­κό, το πλή­θος των αν­θρώ­πων που κα­τέ­βη­κε στους δρό­μους. Ήταν όλοι εκεί: οι γη­ραιό­τε­ροι, οι­κο­γέ­νειες με μικρά παι­διά, μωρά στις αγκα­λιές των μα­νά­δων τους. Όλοι τους ήταν εκεί για να στα­μα­τή­σουν τους στρα­τιώ­τες. Πί­στευαν ότι η κρί­σι­μη στιγ­μή θα ερ­χό­ταν εκεί­νη τη νύχτα και ήταν απο­λύ­τως έτοι­μοι να προ­σπα­θή­σουν να τους στα­μα­τή­σουν. Ένας ηλι­κιω­μέ­νος είπε δεν είχε ξα­να­δεί ποτέ στη ζωή του τό­σους αν­θρώ­πους να κα­τε­βαί­νουν στους  δρό­μους –ήταν σί­γου­ρα πε­ρισ­σό­τε­ροι κι από το 1949».

Και την επό­με­νη μέρα, δύο άλλοι αυ­τό­πτες μάρ­τυ­ρες έγρα­ψαν στην εφη­με­ρί­δα Socialist Worker:

«Τις τε­λευ­ταί­ες 48 ώρες η πόλη βρί­σκε­ται απο­κλει­στι­κά στα χέρια του λαού. Αν και η ατμό­σφαι­ρα είναι τε­τα­μέ­νη, δεν υπάρ­χουν με­θύ­σια, ούτε λε­η­λα­σί­ες ούτε βία… Εί­μα­στε στον κε­ντρι­κό δρόμο στα ανα­το­λι­κά της πόλης. Η λε­ω­φό­ρος είναι πλα­τιά. Την δια­περ­νούν τρία λε­ω­φο­ρεία, το­πο­θε­τη­μέ­να κολ­λη­τά το ένα με το άλλο. Πίσω από αυτό το μπλό­κο και στα επό­με­να 1.000 μέτρα πρέ­πει να έχουν το­πο­θε­τη­θεί πάνω από 100 λε­ω­φο­ρεία, σε διά­φο­ρα ση­μεία και δια­τά­ξεις για να απο­κλεί­ουν το δρόμο».

«Το οδό­φραγ­μα δεν μπο­ρεί να στα­μα­τή­σει τα τανκς, ούτε στή­θη­κε για αυτό το λόγο. Η βα­σι­κή ιδέα του οδο­φράγ­μα­τος είναι να ανα­κό­ψει και να  επι­βρα­δύ­νει τους στρα­τιώ­τες, δί­νο­ντας χρόνο στο λαό να τους μι­λή­σει και να τους πεί­σει να γυ­ρί­σουν πίσω, όπως συ­νέ­βη πράγ­μα­τι αρ­κε­τές φορές τις τε­λευ­ταί­ες δυο μέρες. Τα οδο­φράγ­μα­τα δεν είναι για να στέ­κε­σαι πίσω τους, αλλά μπρο­στά τους…»

«Όλο το κέ­ντρο της πόλης, σε ακτί­να 6 μι­λί­ων ή και πα­ρα­πά­νω είναι πλέον υπό τον έλεγ­χο των ερ­γα­τών και των φοι­τη­τών. Οι άν­θρω­ποι μι­λά­νε για 5 εκα­τομ­μύ­ρια δια­δη­λω­τές –πάνω από τον μισό πλη­θυ­σμό- στους δρό­μους χθες. Οι πε­ρισ­σό­τε­ροι είναι ερ­γά­τες. Πα­ντού βλέ­πεις να περ­νά­νε ανοι­χτά φορ­τη­γά με κα­ρό­τσες γε­μά­τα ερ­γά­τες και φοι­τη­τές… Και όλοι τρα­γου­δούν τη Διε­θνή, ξανά και ξανά και ξανά».

Έμοια­ζε με επα­νά­στα­ση και πολ­λοί άν­θρω­ποι την αντι­λαμ­βά­νο­νταν ως επα­νά­στα­ση. Στα οδο­φράγ­μα­τα και στην ίδια την πλα­τεία, οι γυ­ναί­κες ήρθαν στη πρώτη γραμ­μή ως ορ­γα­νώ­τριες και ως ηγε­τι­κά στε­λέ­χη, σε πλήρη αντί­θε­ση με την κα­θη­με­ρι­νή ζωή. Μία αυ­τό­πτης μάρ­τυ­ρας εκτι­μού­σε ότι το 40% του πλή­θους ήταν γυ­ναί­κες και πρό­σθε­τε ότι ποτέ δεν είχε ξα­να­νιώ­σει τόσο ασφα­λής ως γυ­ναί­κα σε όλη της τη ζωή. Υπήρ­χε μια τε­ρά­στια αί­σθη­ση απε­λευ­θέ­ρω­σης και συ­ντρο­φι­κό­τη­τας, με την αστυ­νο­μία και το κρά­τος να μοιά­ζουν απο­λύ­τως από­ντα.

Αλλά ενώ υπήρ­χε ένα γε­νι­κευ­μέ­νο αί­σθη­μα εξέ­γερ­σης, δεν υπήρ­χε κά­ποια αντί­λη­ψη εναλ­λα­κτι­κής λύσης. Τα επί­ση­μα αι­τή­μα­τα των φοι­τη­τών δεν πήγαν ποτέ πιο πέρα από την αντι­κα­τά­στα­ση κά­ποιων υπουρ­γών, την αντι­στρο­φή της «αντε­πα­να­στα­τι­κής» από­φα­σης του Απρί­λη και τον τερ­μα­τι­σμό της δια­φθο­ράς στην κο­ρυ­φή του κρά­τους. Και η φοι­τη­τι­κή ηγε­σία, ενώ ήταν πολύ ικανή να ορ­γα­νώ­νει με εξαι­ρε­τι­κό τρόπο τη δράση, είχε μια πολύ «κά­θε­τη» δομή που δεν επι­χει­ρού­σε να ορ­γα­νώ­σει ευ­ρύ­τε­ρα δη­μο­κρα­τι­κά σώ­μα­τα.

Τα Ερ­γα­τι­κά Αυ­τό­νο­μα Συν­δι­κά­τα που ορ­γα­νώ­θη­καν στο Πε­κί­νο και κά­ποιες άλλες πό­λεις στα τέλη του Μάη ήταν μια απά­ντη­ση σε αυτή την έλ­λει­ψη και μια προ­σπά­θεια να οι­κο­δο­μη­θεί ένας δια­κρι­τός ερ­γα­τι­κός πόλος έλξης μέσα στο κί­νη­μα. Στο Πε­κί­νο εντά­χθη­καν σε αυτά με­ρι­κές δε­κά­δες χι­λιά­δες, αν και η ορ­γά­νω­ση στους χώ­ρους δου­λειάς εμπο­δι­ζό­ταν από το γε­γο­νός ότι πολ­λοί άν­θρω­ποι απλά δεν πή­γαι­ναν στην ερ­γα­σία τους. Στις πε­ρισ­σό­τε­ρες άλλες πό­λεις ωστό­σο δεν είχαν το χρόνο να ανα­πτυ­χθούν σε κάτι με­γα­λύ­τε­ρο από μι­κρές ομά­δες αγω­νι­στών.

Εν τη απου­σία οποιασ­δή­πο­τε προ­ο­πτι­κής για προ­χώ­ρη­μα, και καθώς οι στρα­τιώ­τες υπο­χω­ρού­σαν και δεν επι­τί­θο­νταν, οι αριθ­μοί των αν­θρώ­πων στα οδο­φράγ­μα­τα και στην πλα­τεία στα­δια­κά συρ­ρι­κνώ­θη­καν. Σε άλλες πό­λεις συ­νέ­χι­σαν να υπάρ­χουν τε­ρά­στιες δια­δη­λώ­σεις, αλλά κοι­τού­σαν προς το Πε­κί­νο για ηγε­σία και αυτή δεν ήρθε ποτέ.

Η σφαγή και ο αντί­κτυ­πος

Υπήρ­ξε μια δειλή από­πει­ρα να στα­λούν στρα­τιώ­τες στο Πε­κί­νο στη διάρ­κεια της ημέ­ρας στις 3 Ιούνη, η οποία κα­τέρ­ρευ­σε γρή­γο­ρα και κα­τέ­βα­σε με­γά­λο αριθ­μό αν­θρώ­πων πίσω στους δρό­μους. Αλλά αυτοί οι άν­θρω­ποι δεν θα ήταν αρ­κε­τοί για να αντι­με­τω­πί­σουν την με­γά­λης κλί­μα­κας ει­σβο­λή στη διάρ­κεια της νύ­χτας.

Κατά τις 10 το βράδυ της 3ης Ιούνη, τε­θω­ρα­κι­σμέ­να και με­τα­γω­γι­κά οχή­μα­τα έσπα­σαν τα οδο­φράγ­μα­τα στο δυ­τι­κό Πε­κί­νο, ανοί­γο­ντας πυρ κατά του πλή­θους που βγήκε στο δρόμο να τα στα­μα­τή­σει. Διέ­σχι­σαν αργά την πόλη κα­τευ­θυ­νό­με­να προς την Πλα­τεία Τιε­ναν­μέν, στην οποία έφτα­σαν τις πρώ­τες ώρες της 4ης Ιούνη. Τα ξη­με­ρώ­μα­τα υπήρ­χαν ακόμα τε­ρά­στια πλήθη στους δρό­μους που συ­νέ­χι­ζαν να δη­λώ­νουν, ενώ τα πολλά κα­μέ­να τανκ και με­τα­γω­γι­κά οχή­μα­τα απο­κά­λυ­πταν την έκτα­ση της αντί­στα­σης στη διάρ­κεια της νύ­χτας.

Υπήρ­ξαν αξιό­πι­στες ανα­φο­ρές για με­γά­λο αριθ­μό στρα­τιω­τών που λι­πο­τά­κτη­σαν και αρ­κε­τές ανα­φο­ρές για στρα­τιω­τι­κές μο­νά­δες που επι­τέ­θη­καν σε άλλες μο­νά­δες οι οποί­ες ήταν ύπο­πτες λι­πο­τα­ξί­ας. Μα­κριά από τους κε­ντρι­κούς δρό­μους, υπήρ­ξαν ανα­ρίθ­μη­τες πε­ρι­πτώ­σεις στρα­τιω­τών που απο­μο­νώ­θη­καν και δέ­χτη­καν επι­θέ­σεις από ερ­γά­τες. Αλλά η άμυνα ήταν ανορ­γά­νω­τη και δεν μπο­ρού­σε να κάνει κάτι πα­ρα­πά­νω πέρα από το να αυ­ξή­σει το κό­στος της ει­σβο­λής για το στρα­τό.

Σε όλη την Κίνα ξέ­σπα­σαν δια­δη­λώ­σεις αλ­λη­λεγ­γύ­ης. Ήταν μάλ­λον η μα­ζι­κό­τε­ρη κι­νη­το­ποί­η­ση που είχε συμ­βεί ως τότε. Τε­ρά­στια πλήθη κα­τέ­λα­βαν τα κέ­ντρα των πόλων, κα­λού­σαν σε γε­νι­κευ­μέ­νες απερ­γί­ες και συ­γκρού­στη­καν με την αστυ­νο­μία και το στρα­τό. Δύο νύ­χτες οδο­μα­χιών στη νο­τιο­δυ­τι­κή πόλη Τσενγκ­ντού άφη­σαν πίσω σχε­δόν 300 νε­κρούς. Σε πάνω από 180 με­γά­λες και μι­κρές πό­λεις υπήρ­ξαν ανα­τα­ρα­χές αρ­κε­τά σο­βα­ρές ώστε να στα­λούν σχε­τι­κές ανα­φο­ρές στο Πε­κί­νο. Και στο Χονγκ Κονγκ δια­δή­λω­σαν ένα εκα­τομ­μύ­ριο άν­θρω­ποι, το 1/6 του πλη­θυ­σμού.

Η κα­τα­στο­λή που ακο­λού­θη­σε ήταν τρο­μα­κτι­κή. Ως το τέλος του χρό­νου συ­νε­λή­φθη­σαν 30.000 άν­θρω­ποι και αρ­κε­τές χι­λιά­δες δο­λο­φο­νή­θη­καν, συχνά σε δη­μό­σιες εκτε­λέ­σεις. Η κα­τα­στο­λή ήταν πιο σκλη­ρή απέ­να­ντι στους ερ­γά­τες και άλ­λους κα­τοί­κους των πό­λε­ων οι οποί­οι ήταν αυτοί που αντι­στά­θη­καν στην ει­σβο­λή. Αλλά δεν ήταν από­λυ­τη. Η κυ­βέρ­νη­ση εξέ­δω­σε μια λίστα με 21 φοι­τη­τές ηγέ­τες ως τους πλέον κα­τα­ζη­τού­με­νους και 7 από αυ­τούς κα­τόρ­θω­σαν να φυ­γα­δευ­τούν εκτός Κίνας. Οι ηγέ­τες του Αυ­τό­νο­μου Ερ­γα­τι­κού Συν­δι­κά­του του Πε­κί­νου κα­τά­φε­ραν να δια­φύ­γουν για αρ­κε­τές εβδο­μά­δες πριν συλ­λη­φθούν.

Ο οι­κο­νο­μι­κός αντί­κτυ­πος ήταν επί­σης σο­βα­ρός, επι­δει­νώ­νο­ντας την κρίση που είχε αρ­χί­σει στην αρχή του χρό­νου. Από τα μέσα του 1989 ως τα μέσα του 1990 η κι­νε­ζι­κή οι­κο­νο­μία πέ­ρα­σε σε ελα­φρά ύφεση, που απο­τε­λεί τη χει­ρό­τε­ρη επί­δο­σή της από τα τέλη της δε­κα­ε­τί­ας του ’60.

Αλλά για τους κυ­βερ­νή­τες της Κίνας, ήταν ένα τί­μη­μα που άξιζε να πλη­ρώ­σουν. Η πιο σο­βα­ρή αμ­φι­σβή­τη­ση της εξου­σί­ας τους από το 1949 και μετά έπρε­πε να συ­ντρι­βεί με κάθε κό­στος. Ει­κο­σι­πέ­ντε χρό­νια μετά, η ανά­μνη­ση πα­ρα­μέ­νει ζω­ντα­νή. Όταν στα τέλη του 2011, οι χω­ρι­κοί του Γουο­κάν, στην επαρ­χία Γκουανγκ­ντόνγκ, κα­τέ­λα­βαν το χωριό τους αντι­δρώ­ντας στη δο­λο­φο­νία ενός αγω­νι­στή, μι­λού­σαν σε δυ­τι­κούς δη­μο­σιο­γρά­φους για το 1989 και πώς αυτό έδει­χνε ότι η κε­ντρι­κή κυ­βέρ­νη­ση δεν γί­νε­ται να ητ­τη­θεί.

Αλλά αυτή η ανά­μνη­ση δεν έχει απο­τρέ­ψει κάθε κι­νη­το­ποί­η­ση. Τα τε­λευ­ταία 25 χρό­νια η οι­κο­νο­μία της Κίνας επε­κτά­θη­κε γρη­γο­ρό­τε­ρα από οποια­δή­πο­τε άλλη στιγ­μή στην ιστο­ρία και το ίδιο συ­νέ­βη με τις κοι­νω­νι­κές δια­μαρ­τυ­ρί­ες. Στα μέσα της δε­κα­ε­τί­ας του ’90 υπήρ­ξαν μα­ζι­κά αγρο­τι­κά κι­νή­μα­τα σε όλη την κε­ντρι­κή Κίνα ενά­ντια στην επι­βο­λή πα­ρά­νο­μων φόρων από τις το­πι­κές Αρχές. Σε ένα βαθμό πα­ρα­βί­α­ζαν ανοι­χτές θύρες, καθώς και η κε­ντρι­κή κυ­βέρ­νη­ση επε­δί­ω­κε να στα­μα­τή­σουν οι συ­γκε­κρι­μέ­νοι φόροι, αλλά το μέ­γε­θος του κι­νή­μα­τος την υπο­χρέ­ω­σε να κι­νη­θεί πολύ πιο απο­φα­σι­στι­κά από ό,τι ήθελε. Λίγα χρό­νια μετά, υπήρ­ξαν σχε­δόν εξε­γερ­σια­κές απερ­γί­ες από ερ­γά­τες σε κρα­τι­κές επι­χει­ρή­σεις, στους οποί­ους δεν κα­τα­βάλ­λο­νταν τα επι­δό­μα­τα που τους είχαν υπο­σχε­θεί όταν αυτές οι επι­χει­ρή­σεις έκλει­σαν. Και αυτοί κέρ­δι­σαν –η κε­ντρι­κή κυ­βέρ­νη­ση ανέ­λα­βε τα σχε­τι­κά χρέη και απο­ζη­μί­ω­σε τους ερ­γά­τες.

Οι με­τα­νά­στες ερ­γά­τες, που συ­νέρ­ρευ­σαν από την ύπαι­θρο προς τις εξα­γω­γι­κές βιο­μη­χα­νί­ες καθώς η κι­νε­ζι­κή οι­κο­νο­μία ανα­πτυσ­σό­ταν, επί­σης έχουν διε­ξά­γει πα­ρα­τε­τα­μέ­νους αγώ­νες ενά­ντια στις συν­θή­κες ζωής και ερ­γα­σί­ας. Οι αγώ­νες τους είναι ακόμα πιο διά­χυ­τοι και κα­τα­κερ­μα­τι­σμέ­νοι, αλλά 20 χρό­νια άρ­νη­σης να απο­δε­χτούν σιω­πη­λά την κα­τά­στα­ση έχουν κα­τα­κτή­σει κά­ποια δι­καιώ­μα­τα κα­τοί­κου στις πό­λεις στις οποί­ες με­τα­νά­στευ­σαν και το ίδιο το δι­καί­ω­μα στην απερ­γία.

Η κυ­βέρ­νη­ση έχει υπο­χρε­ω­θεί να επι­τρέ­πει χώρο στη μα­ζι­κή δυ­σα­ρέ­σκεια και να με­τα­το­πί­ζει διαρ­κώς τα όρια του τι επι­τρέ­πε­ται. Αυτό σε ένα βαθμό λει­τουρ­γεί ως βαλ­βί­δα ασφα­λεί­ας: Επει­δή οι άν­θρω­ποι μπο­ρούν να «δια­πραγ­μα­τεύ­ο­νται δια της εξέ­γερ­σης» και να κερ­δί­ζουν κα­τα­κτή­σεις με αυτόν τον τρόπο, στο­χο­ποιούν το­πι­κούς αξιω­μα­τού­χους και διευ­θυ­ντές αντί για την κε­ντρι­κή κυ­βέρ­νη­ση. Αλλά πρό­κει­ται για μια εγ­γε­νώς αστα­θή κα­τά­στα­ση για δύο λό­γους: Πρώ­τον, το σύ­στη­μα αυτό λει­τουρ­γεί επει­δή όποιος κι­νη­το­ποιεί­ται κερ­δί­ζει νίκες, αλλά την ίδια ώρα αυτή η λει­τουρ­γία πυ­ρο­δο­τεί πε­ρισ­σό­τε­ρες κι­νη­το­ποι­ή­σεις. Δεύ­τε­ρον, δεν μπο­ρεί κα­νείς να εγ­γυ­η­θεί ότι οι επί μέ­ρους αγώ­νες δεν θα γε­νι­κευ­θούν.

Το 1989 ήταν μια τρο­μα­κτι­κή ήττα, η οποία με διά­φο­ρους τρό­πους δια­μόρ­φω­σε έκτο­τε την κι­νε­ζι­κή κοι­νω­νία και τα κοι­νω­νι­κά της κι­νή­μα­τα. Τα πα­νε­πι­στή­μια σιώ­πη­σαν και πα­ρα­μέ­νουν σιω­πη­λά έκτο­τε. Αλλά κάθε χρόνο, καθώς πλη­σιά­ζει η επέ­τειος, η κυ­βέρ­νη­ση κλι­μα­κώ­νει τα μέτρα ασφα­λεί­ας γύρω από την Πλα­τεία Τιε­ναν­μέν, συλ­λαμ­βά­νει δη­μο­σιο­γρά­φους και δια­νο­ού­με­νους και αυ­ξά­νει τον αριθ­μό αστυ­νο­μι­κών στους δρό­μους. Ξέ­ρουν πολύ καλά ότι μπο­ρεί να έπνι­ξαν το κί­νη­μα στο αίμα, αλλά δεν κέρ­δι­σαν λαϊκή νο­μι­μο­ποί­η­ση από αυτό. Η οι­κο­νο­μι­κή έκρη­ξη των τε­λευ­ταί­ων 25 χρό­νων έχει αυ­ξή­σει το χάσμα με­τα­ξύ πλού­σιων και φτω­χών και έχει οδη­γή­σει σε θη­ριώ­δη δια­φθο­ρά σε όλα τα επί­πε­δα του ΚΚΚ και του κρά­τους, μια δια­φθο­ρά που σή­με­ρα είναι πολύ πιο ορατή από ό,τι 25 χρό­νια πριν. Η δυ­να­τό­τη­τα για άλλο ένα κί­νη­μα του με­γέ­θους και της κλί­μα­κας του 1989 δεν έχει εξα­φα­νι­στεί και αυτό είναι που τους φο­βί­ζει.

Αν η 4η Ιούνη του 1989 έδει­ξε πόσο θη­ριώ­δης μπο­ρεί να γίνει μια άρ­χου­σα τάξη για να κρα­τή­σει την εξου­σία της, ο «Μάης των μαζών» έδει­ξε την δυ­νη­τι­κή δύ­να­μη των ερ­γα­τών της Κίνας να την αμ­φι­σβη­τή­σουν. Αυτή είναι η ιστο­ρία την οποία οφεί­λου­με να επα­νοι­κειο­ποι­η­θού­με και να την γιορ­τά­ζου­με –παρά την ήττα, αυτή η δυ­νη­τι­κή δύ­να­μη συ­νε­χί­ζει να υπάρ­χει.

/rproject.gr

Εκτρωφείο Λαγων Καρφής Ευαγγελος